Αρχική » Grid with Sidebar » Η εξαφανιση της πεδινης περδικας στη Δεσκατη

Η εξαφανιση της πεδινης περδικας στη Δεσκατη

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner


SVESTONOF

 

Τις τελευταίες δεκαετίες οι πληθυσμοί της πεδινής πέρδικας (Perdix perdix) στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες της Ευρώπης έχουν μειωθεί σοβαρά. (Papaevangelou, etal. 2001).

 

Η πεδινή πέρδικα τη δεκαετία του 1960 αφθονούσε σε πολλές περιοχές της χώρας. Ο πληθυσμός της εξαπλωνόταν από τα βόρεια σύνορα μας μέχρι και τη Στερεά Ελλάδα και αποτελούσε αγαπημένο θήραμα για τους Έλληνες για πολλές δεκαετίες. Μετά τη δεκαετία του 1960 άρχισε η σταδιακή μείωση του πληθυσμού και η εξαφάνισή του είδους από πολλές περιοχές. Σή μερα συνεχίζει να υπάρχει στη Μακεδονία, Θράκη, ενώ το νοτιότερο άκρο της εξάπλωσης της φτάνει στην περιοχή της Λεσκάτης της δυτικής Μακεδονίας και ως την Ελασσόνα.

 

Η πεδινή πέρδικα αρέσκεται σ’ ένα μωσαϊκό καλλιεργημένων χωραφιών (καλαμπόκι, ηλιοτρόπια, τριφύλλι, σιτάρι). Η πεδινή είναι πιστή στις συνήθειες της και στην περιοχή της, ωστόσο ιδιαίτερα το αρσενικό, μπορεί να μετακινηθεί την άνοιξη μέχρι λίγα χιλιόμετρα, αν η ζωοχωρητικότητα της περιοχής έχει ξεπεραστεί. Η διατροφή της ποικίλλει, ανάλογα με την ηλικία του πουλιού, την εποχή και το περιβάλλον. Τα μικρά της πέρδικας τρέφονται στη διάρκεια των τριών πρώτων εβδομάδων τους, με ζωικές πρωτεΐνες, βασικά ασπόνδυλα.

 

Σήμερα, εκτιμάται πως τα ενδιαιτήματα της πεδινής πέρδικας καταλαμβάνουν συνολική έκταση που κυμαίνεται από 125.000 μέχρι 130.000 ha, ο δε συνολικός πληθυσμός εκτιμάται σε 9.250 ζευγάρια (Tsachalidis 2005).

 

Χαρακτηριστικά Δήμου Δεσκάτης

 

Η Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών έχει έδαφος κατεξοχήν ορεινό. Η συνολική του έκταση είναι 2.291 τετραγωνικά χιλιόμετρα και κατανέμεται σε Ορεινή ζώνη ποσοστό 55,36%, σε Ημιορεινή ζώνη ποσοστό 37,74% και σε Πεδινή ζώνη ποσοστό 6,90% της συνολικής έκτασης.

 

Από τη συνολική έκταση της ποσοστό 19,47% είναι εκτάσεις καλλιεργούμενες, ποσοστό 33,61% είναι βοσκότοποι του δημοσίου, κοινοτικοί ή ιδιωτικοί, 43,23% είναι δάση γενικώς, 3,69% είναι εκτάσεις οικισμών, νερών κ.λπ.

 

Ο Δήμος Δεσκάτης αποτελεί το νοτιοανατολικότερο άκρο της Π.Ε Γ ρεβενών. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ανέρχονται σε 69.500 στρέμματα, οι δε καλλιέργειες είναι κυρίως τα σιτηρά, το καλαμπόκι και το τριφύλλι. Το 2012 στη δημοτική ενότητα Δεσκάτης με όλα τα δημοτικά διαμερίσματα της καλλιεργηθήκαν συνολικά 22.500 στρέμματα με τριφύλλι, από τα οποία 12.500 στρέμματα με καθαρό τριφύλλι για μπάλες και 10.000 είναι για λοιπές ζωοτροφές, με αραβόσιτο 4.400 στρέμματα.

 

Η περιοχή διαθέτει 100 στρέμματα αμπελώνες. 1000 στρέμματα καλλιεργούνται με κηπευτικά ενώ με Βίκος, ρεβίθια, φακές και άλλα όσπρια καλλιεργούνται σε περίπου 1850 στρέμματα. Τέλος τα σιτηρά αποτελούν ακόμα και τώρα την κύρια αγροτική καλλιέργεια με σπαρμένα για το 2012 36.665 στρέμματα (σιτάρι, βρώμη, κριθάρι).

 

Η καλλιέργεια του καπνού λόγω της δραστικής μείωσης των επιδοτήσεων αλλά και της αντικαπνικής πολιτικής έχουν και πάλι περιοριστεί στα 900 στρέμματα. Τέλος 100.000 στρέμματα αποτελούν βοσκότοποι για την αρκετά έντονη κτηνοτροφία της περιοχής.

 

Εκτιμάται ότι στην περιοχή της δημοτικές ενότητας Δεσκάτης εκτρέφονται τρεις χιλιάδες βοοειδή σταβλισμένα και ελευθέρας βοσκής σε δεκατέσσερις μονάδες και υπάρχον επίσης διακόσιες κτηνοτροφικές μονάδες με σαράντα χιλιάδες αιγοπρόβατα. 

 

Κύριες αιτίες μείωσης του πληθυσμού της πεδινής πέρδικας

 

Κατά το παρελθόν, όταν η πεδινή πέρδικα αφθονούσε στην περιοχή και επιτρεπόταν ακόμα η  της, αποτελούσε ένα από τα αγαπημένα θηράματα των μελών του Κυνηγετικού Συλλόγου Δεσκάτης. Η περιοχή αποτελούσε πόλο έλξης πολλών κυνηγών επισκεπτών από άλλες περιοχές των δυο Περιφερειών με τις οποίες γειτονεύει ο Δήμος Δεσκάτης, την Δυτική Μακεδονία και την Περιφέρεια Θεσσαλίας. Εκτιμάται από πληροφορίες παλαιοτέρων κυνηγών μελών του συλλόγου της Δεσκάτης ότι η θηρευτική κάρπωση ανά έτος ήταν άνω των 500 ατόμων.

 

Η μείωση του πληθυσμού της πεδινής πέρδικας στην περιοχή της Δεσκάτης συμπίπτει απόλυτα με την αυξημένη στροφή της γεωργίας προς την καπνοκαλλιέργεια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 παρουσιάστηκε πολύ μεγάλη αύξηση των καπνοκαλλιεργειών, ενώ οι καλλιέργειες σιτηρών που επικρατούσαν μέχρι τότε μειώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο μέχρι τότε βιότοπος της πεδινής

πέρδικας να μετατραπεί σε εκτάσεις ακατάλληλες για το είδος. Η μείωση του πληθυσμού ήταν πιο έντονη προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ενώ στις αρχές του ’90 μπορούσαμε πλέον να μιλάμε για εξαφάνιση της πεδινής πέρδικας από την περιοχή.

Η καλλιέργεια του καπνού πρωτοεισήχθηκε στην περιοχή στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα σε έκταση αρχικά 100 περίπου στρεμμάτων. Έκτοτε και κύρια από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και ως το 2006 είχαμε μια διαρκή ανάπτυξη της καλλιέργειας που έφτασε συνολικά στα 5000 στρέμματα. Από το 2006 όμως και μετά όποτε και σταμάτησαν οι επιδοτήσεις στην καλλιέργεια του καπνού μειώθηκαν δραματικά και τα στρέμματα της καλλιέργειας στα 300 στρέμματα το 2008 και ως τα 900 στρέμματα το 2012. Αίτια της μείωσης και της μη ανάκαμψης του πληθυσμού της πεδινής πέρδικας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποτελούν:

 

1. Η σημαντική αύξηση της χρήσης ζιζανιοκτόνων που έχουν έμμεση επίπτωση στις πέρδικες θανατώνοντας τα έντομα τα οποία αποτελούν την κύρια τροφή των νεοσσών τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους.

 

2. Η αλόγιστη χρήση γεωργικών φαρμάκων που έχουν μειώσει σε σημαντικό ποσοστό τους σπόρους και τους βλαστούς των αγριόχορτων, όπου αποτελούν σημαντικές πηγές τροφής της πεδινής πέρδικας.

 

3. Η υποβάθμιση των βιοτόπων με την εντατικοποίηση της γεωργίας. Αναδασμοί που πραγματοποιήθηκαν χωρίς να έχουν αφήσει ένα περιβαλλοντικό ισοδύναμο, δηλαδή εκτάσεις ακαλλιέργητες, αλλάζοντας το αγροτικό τοπίο με τη μείωση σημαντικά των θάμνων και τα ακαλλιέργητα χωράφια, στα οποία οι πέρδικες μπορούσαν να αναζητήσουν τροφή, να προφυλαχτσύν αλλά και να φτιάξουν τις φωλιές τους.

 

4. Η πιθανή μετάδοση ασθενειών και παρασίτων, μέσω της απελευθέρωσης κυνηγετικών φασιανών, αλλά και την ύπαρξη πολλών μικρών και μεγάλων πτηνοτροφικών μονάδων, όπως ο ιός της Ψευδοπανώλης (Newcastle disease), βακτήρια όπως Σαλμονέλλωση (Salmonellosis), Κολοβακτηριδίαση (Colibaeillosis), Μυκοπλάσμωση (Mycoplasmosis), μύκητες όπως Ασπεργίλλωση (Aspergillosis), Καντιδίαση (Candidiasis) και παράσιτα όπως Κοκκιδίαση (Coccidiosis), Εντεροηπατίτιδα (Blackhead), Συγκάμωση (Syngamiasis) ή Ψώρα (Knemidocoptes).

 

5 . Έλλειψη διαχειριστικών μέτρων από το 1988 και μετά, ενάντια των αρπάγων, Η αλεπού και το κουνάβι διατηρούν μέτριους πληθυσμούς, ενώ η νυφίτσα και η αγριόγατα διατηρούν μικρούς πληθυσμούς. Η απουσία όμως επαρκούς κάλυψης σε μεγάλες εκτάσεις μέσω των αναδασμών και η καταστροφή θαμνώνων καταδεικνύει πόσο αρνητικοί μπορεί να είναι πληθυσμοί σαρκοφάγων ακόμα και σε μέτρια πληθυσμιακή κατάσταση. Κάτι αντίστοιχο παρατηρούμε και για τους πληθυσμούς των αρπακτικών πτηνών και των κορακοειδών, όπου ενώ ο πληθυσμός σε γενικές γραμμές είναι μικρός (εκτός της καρακάξας που παρουσιάζεται ιδιαίτερα μεγάλος), η αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος αφήνει τις πέρδικες εκτεθειμένες.

 

6. Τα τσομπανόσκυλα και τα αδέσποτα που λόγω της έντονης κτηνοτροφικής δραστηριότητας υπάρχουν σε μεγάλους αριθμούς (κατά εκτίμηση είναι περισσότερα από 500 άτομα) αποτελούν επίσης ένα σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα εξαιτίας της καταστροφών που προκαλούν στις φωλιές.

 

Σήμερα, μικροί πληθυσμοί υπάρχουν στις περιοχές Μαυρομάτη και Αεροδρόμιο του κάμπου της Δεσκάτης, καθώς και κοντά στο ποτάμι Σούτσα στην περιοχή Αγίας Κυριακής. Στις περιοχές αυτές με λίγη φροντίδα και κάποιες παρεμβάσεις τόσο από άποψη τροφής αλλά και φύλαξης, μπορεί να δημιουργηθεί ιδανικό ενδιαίτημα για την επιβίωση και πολλαπλασιασμό του είδους.

 

Από το 1980, δεν επιτρέπεται η θήρευση της πεδινής πέρδικας. Ωστόσο το είδος προσφέρει οφέλη στην κυνολογία και τη θηρευτική δραστηριότητα μέσω της εκπαίδευσης των σκύλων φέρμας. Η συμπεριφορά της πεδινής πέρδικας είναι ιδανική για την εκπαίδευση των σκύλων φέρμας καιΈλληνες αλλά και ξένοι κυναγωγοί επισκέπτονται τις περιοχές όπου διαβιεί η πεδινή πέρδικα στη Μακεδονία.

 

Επίσης, τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερο κυνηγετικό τουριστικό ρεύμα, από έλληνες κυνηγούς, σε γειτονικά κράτη όπως τη Βουλγαρία, τα Σκόπια και τη Σερβία για να θηρεύσουν το είδος, με αποτέλεσμα την απώλεια συναλλάγματος και πόρους για την ντόπια θηρευτική δραστηριότητα και πολιτική. Συνεπώς, η εγκατάσταση πληθυσμών πεδινής πέρδικας έχει σοβαρά οφέλη για τους κυναγωγούς, και ίσως μελλοντικά για τους κυνηγούς.

 

Η έλλειψη Ζώνης διάβασης τρυγονιών στην περιοχή της Δεσκάτης με την παράλληλη χρόνια ελαχιστοποίηση του πληθυσμού της πεδινής πέρδικας, στερεί από την περιοχή μας μια πρόσθετη οικονομική πρόσοδο που θα έδινε η ανάπτυξη των ανώτερων δραστηριοτήτων στον τόπο μας. Η επανεγκατάσταση πληθυσμού σε μια περιοχή για ένα είδος της άγριας πανίδας που έχει εξαφανιστεί ή σχεδόν εξαφανιστεί, μπορεί να χαρακτηριστεί ως η περισσότερο αξιόλογη προσπάθεια βοήθειας για την πανίδα. Παράλληλα όμως, είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο και επίπονο εγχείρημα το οποίο για να στεφθεί από επιτυχία απαιτείται προσεκτικός επιστη μονικός σχεδιασμός, συνεργασία, υπομονή και θέληση όλων των εμπλεκόμενων φορέων και διάθεση αρκετού χρόνου αλλά και χρημάτων.

 

Η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN 2009) σε σχετική έκθεση αναφέρει προϋποθέσεις και οδηγίες οι οποίες θα πρέπει να ακολουθηθούν για την επιτυχή εγκατάσταση πληθυσμού ορνιθόμορφων. Σύμφωνα με την Υ.Α. 98161/4136/29-9-2008/Υ.Α.Α.Τ μπορεί να επιτραπεί η απελευθέρωση πεδινών περδίκων εφόσον έχουν τηρηθεί προϋποθέσεις που αναφέρονται στη θηραματική διαχειριστική, στη γενετική και στην παθολογία.

 

Για να επανεγκατασταθεί ένας βιώσιμος πληθυσμός πεδινής πέρδικας ο πληθυσμός του είδους πρέπει να προσεγγίσει τουλάχιστον τα 500 άτομα πεδινής πέρδικας. Αυτό μπορεί να επιτευχτεί με την λήψη μέτρων για την αύξηση του μικρού υπάρχοντος πληθυσμού αλλά και με απελευθερώσεις που θα πραγματοποιηθούν, με σκοπό την ενδυνάμωση του.

 

των των Ισαάκ Ιωάννη Δασοπόνου και Γκανταΐφη Φώτιου Δασολόγου Περιβαλλοντολόγου από την έντυπη έκδοση της ΚΟΜΑΘ “Παν-θηρας” Τα πάντες περί θήρας

 

Βιβλιογραφία

 

Papaevangelou Ε, Thomaides C, Handrinos G, Haralambides A.2001. Status of Partridge (Alectoris and Perdix) species in Greece. Game and Wildlife Science 18:253-260.

Sokos, C., Birtsas P., Tsachalidis E. 2008. The aims of Galliformes release and choice of techniques. Wildlife Biology 14(4): 412-422.

T sachalidis, E.P. 2005. Current status and distribution of the species Perdix perdix (Grey partridge) in Greece. Proceedings XXVIIth Congress of International Union of Game Biologist. Hanover 28 August

– 3 September 2005. Hanover, Germany.

Μπίρτσας Π., Σώκος X., Γκάσιος Α., Ισαάκ I., Καλαϊτζής X., Καραμπατζάκης Θ. και Πλατής Π. 2010.

Ζημιές σε έργα βελτίωσης ενδιαιτημάτων της άγριας πανίδας στη Μακεδονία και Θράκη, σελ. 293-298.

Λιβαδοπονία και Ποιότητα Ζωής (Σιδηροπούλου Α., Μαντζανας Κ. και I. Ισπικούδης, εκδότες).

Πρακτικά 7ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνέδριου. Ξάνθη 2—4/10/2008. Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία, Δημ. No 16.

Μπίρτσας Π., Σώκος X., Γκάσιος Α., Καλαϊτζής X., Σκορδάς Κ. 2009. Η Θήρα ως εναλλακτική καλλιέργεια: η περίπτωση της βελτίωσης ενδιαιτημάτων στην Κεντρική Μακεδονία. 14ο Πανελλήνιο Δασολογικό Συνέδριο, Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, Πάτρα 1-4 Νοεμβρίου 2009 (υπό εκτύπωση).

Σώκος X., Μπίρτσας Π. 2005. Διαχείριση Κολχικού Φασιανού στην Ελλάδα – διατήρηση μέσω της ορθής χρήσης. ΥΠΕΧΩΔΕ, Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας & Θράκης. Σελ. 144.

Σώκος X., Μπίρτσας Π., Τσαχαλίδης Ε., Καστόρης Α., Πασίκας Ν. 2008. Διαχείριση ανεπιθύμητων πτηνών σε περαστικές περιοχές: η περίπτωση των κορακοειδών. 3ο Περιβαλλοντικό Συνέδριο Μακεδονίας,Ένωση Ελλήνων Χημικών, Θεσσαλονίκη 14-17/3/2008. (πρακτικά σε CD).

Σώκος X. Σχέδιο επανεγκατάστασης της πεδινής πέρδικας ( Perdix perdix perdix ) στην Αρναία Χαλκιδικής

 

 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ