Κάθε χρόνο, το βράδυ της 19ης Αυγούστου θυμάμαι τον πατέρα μου.
Ήσυχη νύχτα του καλοκαιριού σε μια αυλή, κάτω από ένα γιασεμί που μοσχοβολούσε την μυρωδιά μιας εποχής που επρόκειτο να χαθεί, αλλά τότε ακόμα δεν το ξέραμε…
Ανύποπτοι και οι δυο μας για όλα όσα θα ερχόντουσαν να μας συναντήσουν, μοιραζόμασταν τις στιγμές. Σε αυτήν τη δική μας «ιεροτελεστία» μιλούσε για άγριους τόπους πέρα μακριά από την αυλή μας, για κυνηγόσκυλα που πέρασαν από τη ζωή του και τα θυμόταν ένα – ένα, για όσα θα κάναμε μαζί όταν θα μεγάλωνα και τα βουνά δεν θα ήταν τόσο ψηλά για μένα.
Χτυπούσε έναν «Άσσο άφιλτρο» πάνω σε ένα πακέτο γεμάτο με τρέχοντες λογαριασμούς που έπρεπε να αντιμετωπίσει, έτρεχα αδέξια να του το ανάψω, ρουφούσε χαμογελώντας τον καπνό και εγώ ρουφούσα τις ιστορίες του.
Σε κάποια άκρη, όλο και κάποιος σκύλος αναδευόταν σαν να ΄θελε να ακούσει, τι του επιφύλασσε το χάραμα της 20ης Αυγούστου που πλησίαζε.
Και έτσι, με τον ένα να μιλάει και τον άλλο να ακούει, συλλογιόμασταν σαν όνειρο τα μελλούμενα, τον καιρό που θα ερχόταν. Και δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τι ήταν πιο καλό, αυτό που ζούσαμε ή αυτό που προσμέναμε….
Δεν τα κάναμε ποτέ μαζί, όλα εκείνα που σχεδιάζαμε τότε. Τα περισσότερα έμειναν ιστορίες του νου, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ταξίδια που πρόλαβαν νοερά να ξεκινήσουν μέσα από μια μικρή αυλή, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν…
Αυτός «αναχώρησε» νωρίς, και έπειτα εγώ μεγάλωσα ίσως και πιο νωρίς από ότι έπρεπε. Ούτε η αυλή και το γιασεμί υπάρχουν πια, τα κατάπιε ο χρόνος και ένα τριώροφο.
Όμως, πέρα και μακριά από την πόλη, υπάρχουν οι απόμεροι τόποι για τους οποίους άκουγα χρόνια πριν, τις ήσυχες νύχτες του Αυγούστου. Έχω πάει πολλές φορές εκεί, τους έχω βρει, τους έχω περπατήσει, τους έχω δει με τα μάτια μου.
Αμόλυντες βουνίσιες ερημιές που μυρίζουν χόρτο, έλατο, βροχή, και μια ιδέα από «Άσσο άφιλτρο» που δεν λέει να ξεθυμάνει…
του Δημήτρη Στριλάκου