Ποιος και γιατί ανάβει το «φιτίλι» που οδηγεί στο ξέσπασμα μιας δασικής πυρκαγιάς; Οι απαντήσεις ποικίλλουν και σαφείς εξηγήσεις δεν είναι εύκολο να δοθούν, καθώς τα αίτια των περισσότερων δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα παραμένουν ανεξιχνίαστα από τις αρμόδιες αρχές της Πυροσβεστικής. Και όσο σωστό είναι πως σε αρκετές περιπτώσεις ανιχνεύεται χέρι ή χέρια εμπρηστών (ακόμη και με οργανωμένα σχέδια), πολλές φορές φαίνεται πως είναι η αμέλεια πολιτών εκείνη που ανάβει την πρώτη σπίθα, η οποία –ειδικά σε συνθήκες υπερθέρμανσης– αρκεί για να φέρει την καταστροφή.
του Γιάννη Ελαφρού
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δώσει το Πυροσβεστικό Σώμα και έχουν επεξεργαστεί περιβαλλοντικές οργανώσεις, ένα μικρό ποσοστό των πυρκαγιών προκαλείται από φυσικά αίτια, όπως κεραυνοί.
Το 35% των πυρκαγιών καταγράφεται πως ξεκίνησε από αμέλεια, με το εύρος και την ποιότητα των ευθυνών να ποικίλλουν. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται, για παράδειγμα, τα βραχυκυκλώματα σε γραμμές ή σε υποσταθμούς της ΔΕΗ, αποτέλεσμα κακής συντήρησης ή ελλιπούς καθαρισμού. Πρόκειται για ένα «συστημικό» και σταθερό πρόβλημα, που εξαπλώνεται σε όλη την Ελλάδα και φαίνεται να συνδέεται με πολλές πυρκαγιές.
Εργασίες
Στην κατηγορία της «αμέλειας» εντάσσεται, επίσης, το κάψιμο κλαδεμάτων, υπολειμμάτων καλλιεργειών, σκουπιδιών, σε χωράφια ή αγροτεμάχια, που επίσης φαίνεται να βρίσκεται πίσω από αρκετές πυρκαγιές. Ρόλο έχουν παίξει και το κάπνισμα μελισσιών, οι σπινθήρες από ηλεκτροσυγκολλήσεις ή άλλες εργασίες, το πέταμα αναμμένου τσιγάρου, ακόμη και οι βολές στο πλαίσιο στρατιωτικών ασκήσεων. Επίσης, σημαντικό πρόβλημα είναι οι διάσπαρτες χωματερές, ειδικά μέσα ή πλησίον δασικών εκτάσεων, καθώς τα σκουπίδια διαθέτουν πολύ καύσιμη ύλη και υλικά ανάφλεξης. Λάθος κινήσεις εκδρομέων είναι ακόμη ένας παράγοντας.
Περίπου το 20% των πυρκαγιών εκτιμάται πως οφείλεται σε κακόβουλες ενέργειες, δηλαδή σε επιδίωξη εμπρησμού, με το υπόλοιπο 45% να παραμένει αδιευκρίνιστο.
Μεταξύ των ατόμων που έχουν κατηγορηθεί από τις Υπηρεσίες της Πυροσβεστικής για εμπρησμό τα προηγούμενα χρόνια, ένα ποσοστό της τάξης του 20% κατηγορείται πως έδρασε με πρόθεση, ενώ οι υπόλοιποι πως προκάλεσαν πυρκαγιές από αμέλεια. Οι περισσότεροι των κατηγορουμένων είναι αγρότες ή κτηνοτρόφοι (26%) και ακολουθούν οι συνταξιούχοι (23%).
Το 20% των πυρκαγιών εκτιμάται πως οφείλεται σε κακόβουλες ενέργειες, το 35% σε αμέλεια και το υπόλοιπο 45% παραμένει αδιευκρίνιστο, σύμφωνα με την Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Στην αυξανόμενη καταστροφική δυναμική των πυρκαγιών στα ελληνικά δάση ιδιαίτερο ρόλο παίζει η εκτός σχεδίου δόμηση, που έχει εισχωρήσει στις μη αστικές περιοχές, διαμορφώνοντας ολόκληρες οικιστικές κηλίδες μέσα στις αγροτικές εκτάσεις και στις παρυφές ή μέσα στις δασικές εκτάσεις. Παλαιότερα, από ορισμένες πλευρές, είχαν ακουστεί απόψεις πως η παρουσία κάποιων κατοικιών πλησίον ή ακόμη και μέσα στο δάσος (ξέφωτα, «οικιστικές πυκνώσεις» κ.λπ.) θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά στην αντιμετώπιση πυρκαγιών, λόγω του έγκαιρου εντοπισμού τους ή των δρόμων που υπάρχουν και μπορούν να αξιοποιηθούν από τις πυροσβεστικές δυνάμεις. Βεβαίως, σήμερα υπάρχουν πολλά τεχνολογικά εργαλεία για την επιτήρηση των δασών, ενώ ένα δίκτυο πυροφυλακίων είναι πολύ πιο αποτελεσματικό.
Απεναντίας πυκνώνουν τα στοιχεία που δείχνουν πως η εκτός σχεδίου δόμηση, ειδικά η διάσπαρτη στις μεικτές ζώνες ή και μέσα στο αδόμητο φυσικό περιβάλλον, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα σε σχέση με τις πυρκαγιές. Κατ’ αρχάς, οι γραμμές παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στις διάσπαρτες οικίες μπορεί να προκαλέσουν σπινθήρες ανάφλεξης. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και από λάθη σε εργασίες στα σπίτια ή στις βίλες. Ο πιο σημαντικός όμως αρνητικός παράγοντας, όπως καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, είναι η δυσκολία στην πυρόσβεση. Η συνύπαρξη δασών και κατοικιών δυσκολεύει πολύ τις πυροσβεστικές δυνάμεις να χαράξουν μια στρατηγική για την αντιμετώπιση της φωτιάς, να χρησιμοποιήσουν όλες τις διαθέσιμες τεχνικές, αναφέρει στην «Κ» αξιωματικός του Σώματος. Για παράδειγμα, η ρίψη νερού σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να γίνει χειρουργικά για να μην πληγούν κατοικίες. Ακόμη, οι πυροσβεστικές δυνάμεις απασχολούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό με τη διάσωση των κτισμάτων, με τίμημα όσον αφορά την πιο ορθολογική αντιμετώπιση των πύρινων μετώπων.
Στη νέα προσέγγιση που οφείλουμε πλέον να έχουμε απέναντι στα δάση, ειδικά σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή τα έχει μετατρέψει σε ιδιαίτερα εύφλεκτα, μια σειρά από παραδοσιακές λειτουργίες πρέπει να τελούνται πολύ προσεκτικά.
Τα μελίσσια
Μία από αυτές είναι το κάπνισμα των κυψελών, που πραγματοποιούν οι μελισσοκόμοι. «Δυστυχώς, παρότι οι μελισσοκόμοι είναι άνθρωποι που νοιάζονται ιδιαίτερα για την προστασία της φύσης, εξάλλου από αυτήν εξαρτάται και η υγεία των μελισσιών, ορισμένες φορές γίνονται λάθη», λέει στην «Κ» ο Λευτέρης, έμπειρος μελισσοκόμος. Και η Πυροσβεστική έχει καταγράψει πως ένα μέρος των πυρκαγιών προέρχεται από λάθος χειρισμούς σε μελίσσια.
Η νομοθεσία είναι συγκεκριμένη και πρέπει να τηρείται. Κατ’ αρχάς, κάπνισμα κυψελών επιτρέπεται μόνο μέχρι τις 12 το μεσημέρι κι εφόσον ο δείκτης επικινδυνότητας της περιοχής είναι 1 ή 2 (μικρή ή μέση επικινδυνότητα). Δεύτερον, για να γίνει κάπνισμα κυψελών που βρίσκονται σε δασική έκταση πρέπει να έχει γίνει αποψίλωση σε ακτίνα 5 μέτρων γύρω από τις κυψέλες, ενώ πρέπει να υπάρχει απόσταση τουλάχιστον 10 μέτρων από τα πλησιέστερα δέντρα. Επίσης, στον χώρο πρέπει να υπάρχει ικανή ποσότητα νερού (τουλάχιστον 200 λίτρα) και στις κυψέλες να αναγράφονται τα στοιχεία του ιδιοκτήτη.
«Ενα συνηθισμένο λάθος των συναδέλφων είναι πως ανάβουν το καπνιστήρι στο έδαφος. Το καπνιστήρι πρέπει να ανάβει πάντα στην καρότσα του φορτηγού ή πάνω στην κυψέλη και βέβαια πολύ προσεκτικά. Επίσης, ποτέ δεν το ακουμπάμε στο έδαφος», μας λέει ο Λευτέρης. Το καπνιστήρι συνήθως γεμίζει με πευκοβελόνες ή κλαδιά από κυπαρίσσι ή άλλη φυτική, καύσιμη ύλη. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή τόσο στο ξαναγέμισμα του καπνιστηριού όσο και στο σβήσιμό του μετά το τέλος των εργασιών. «Το σίγουρο είναι πως κάθε επαφή μας με τα δάση πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική», καταλήγει.
Από το καλοκαίρι του 2007, τότε που κατακάηκε σχεδόν η μισή Πελοπόννησος επειδή μια 70χρονη αποφάσισε να τηγανίσει στην αυλή της, ελάχιστα επί της ουσίας έχουν αλλάξει στην ποινική αντιμετώπιση αυτών που προκαλούν τις φονικές και καταστροφικές πυρκαγιές, αφανίζοντας ανθρώπους, ζώα και περιουσίες.
Οι όποιες νομοθετικές μεταβολές έγιναν τα τελευταία χρόνια, άρχισαν το 2019 και κλιμακώθηκαν στη συνέχεια επί κυβερνήσεως Ν.Δ. δεν στάθηκαν ικανές να μεταβάλουν το τοπίο για να οδηγούνται οι δράστες στη φυλακή.
Η εικόνα της ποινικής μεταχείρισης, κυρίως για εκείνους που προκαλούν τις φωτιές από αμέλεια, είναι τόσο μαύρη, όσο και τα τοπία της καταστροφής και της ερήμωσης που προκαλούν οι πυρκαγιές.
Η δίωξη όσων συλλαμβάνονται ως υπαίτιοι ότι έβαλαν τη φωτιά είναι συνήθως για πλημμέλημα, καθώς δόλος δεν μπορεί να αποδειχθεί, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο, και η δικαστική πρακτική δυστυχώς το έχει επιβεβαιώσει περίτρανα. Ετσι, οι δικαστικές αρχές που επιλαμβάνονται των υποθέσεων αυτών οδηγούνται σε επιβολή ποινών, με τις οποίες οι δράστες των ανείπωτων καταστροφών πηγαίνουν στο σπίτι τους, ακόμα κι αν με την πράξη τους έχουν αφαιρέσει ζωές.
Βέβαια, οι δικαστικές αρχές, εισαγγελίες και δικαστήρια, που επιλαμβάνονται της εγκληματικής πρόκλησης πυρκαγιών από αμέλεια, δεν εξαντλούν τα όρια του νόμου. Συνήθως αντιμετωπίζουν αυτά τα εγκλήματα με την πεπατημένη (δηλαδή ελεύθερος ο δράστης ή με κάποιους περιοριστικούς όρους) και οι ποινές που τελικά επιβάλλονται σπάνια στέλνουν κάποιους στη φυλακή.
Φωτεινή εξαίρεση –έπειτα από χρόνια, όπου η εν λόγω δικαστική πρακτική αποτέλεσε τον κανόνα και μάλιστα χωρίς εξαίρεση, προκαλώντας βάναυσα το αίσθημα της δικαιοσύνης πολιτών– αποτέλεσε η ποινική αντιμετώπιση που επιβλήθηκε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, στις πυρκαγιές της Βαρυμπόμπης και κυρίως της Βόρειας Εύβοιας. Τότε υπήρξαν προφυλακίσεις και το σήμα της σκληρής γραμμής για την αντιμετώπιση των εμπρηστών δόθηκε με παραγγελία που έφερε την υπογραφή του επίτιμου πλέον εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βασιλείου Πλιώτα. Αλλά οι προφυλακίσεις εκείνες παραμένουν έως σήμερα η εξαίρεση.
Πλημμελήματα
Συνήθως, όσοι συλλαμβάνονται για τις φωτιές διώκονται για πλημμελήματα, καθώς ο δόλος είναι μια εξαιρετικά δυσαπόδεικτη κατάσταση. Η νομοθεσία όμως τα τελευταία χρόνια έγινε αυστηρότερη, με προβλέψεις ποινών έως δέκα χρόνων για εκείνους που προκαλούν πυρκαγιές, έστω και χωρίς δόλο, αν αυτές είναι καταστροφικές, ενώ υπάρχουν και νομοθετικές προβλέψεις και για μεγαλύτερες ποινές, έως 15 χρόνια, αν από τις εγκληματικές αμέλειες βρέθηκαν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Πέραν των ποινικών κυρώσεων, η πολιτεία επιβάλλει και κάτι «αστεία» πρόστιμα για τους εμπρηστές, καθώς μέχρι σήμερα σοβαρές κυρώσεις δεν προβλέπονται. Κι αυτό, παρότι κατά καιρούς έχουν προταθεί μέτρα πραγματικής τιμωρίας, όπως η κατάσχεση της περιουσίας τους ή η επιβολή εις βάρος τους σκληρών διοικητικών προστίμων, που θα μπορούσαν, τουλάχιστον, να δώσουν μια ηθική ικανοποίηση στα θύματα, τα οποία μένουν χωρίς περιουσία και κυριολεκτικά χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους.
Η ουσία, πάντως, είναι μία. Ο εμπρηστής δεν αντιμετωπίζεται στη χώρα μας ως πραγματικά ποινικός εγκληματίας με απαξία από την πολιτεία, αλλά και κοινωνικά. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι δεν προβλέπεται η δημοσιοποίηση των στοιχείων της ταυτότητάς του, έστω και ως «ποινή» για τη μεγάλη καταστροφή που προκάλεσε από την ανευθυνότητά του. Ο λόγος πάντα για εκείνους –που είναι και η συντριπτική πλειονότητα– οι οποίοι συλλαμβάνονται ως υπαίτιοι πρόκλησης πυρκαγιών από αμέλεια.
Για το πώς αντιμετωπίζονται ποινικά οι εμπρηστές –είτε από αμέλεια είτε από δόλο– τα στατιστικά δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί από 50 εισαγγελίες της χώρας και 45 πρωτοδικεία για τα τελευταία 20 χρόνια είναι συγκλονιστικά!
Η νομοθεσία τα τελευταία χρόνια έγινε αυστηρότερη, με προβλέψεις ποινών έως 10 χρόνων για όσους προκαλούν πυρκαγιές, αν αυτές είναι καταστροφικές.
Πρώτα ο νόμος –διότι τα δικαστήρια νόμους εφαρμόζουν και πάνω σε αυτούς πατούν–, αλλά και η Δικαιοσύνη που έχει μεγάλες ευθύνες, καταδεικνύουν τον τρόπο που η ελληνική πολιτεία αντιμετώπισε τους εμπρησμούς.
Τι μας λένε, όμως, τα επίσημα στοιχεία για την τιμωρία των εμπρηστών τα τελευταία 20 χρόνια και έως το 2021; Από τους 19.712 που διώχθηκαν ποινικά από το 2000 και μετά για εμπρησμούς είτε από αμέλεια είτε από πρόθεση μόνον 564 καταδικάστηκαν. Το ποσοστό σοκάρει: μόλις 2,8%.
Ειδικότερα, το ποσοστό της καταδίκης για εκείνους που διώχθηκαν για εμπρησμό από πρόθεση είναι ακόμη χαμηλότερο και φθάνει το 2,6%! Από τους 2.796 που ασκήθηκε εις βάρος τους ποινική δίωξη για εμπρησμό από πρόθεση, μόλις για 74 υπήρξε καταδίκη, ενώ από αυτούς ελάχιστοι πήγαν για μικρό διάστημα στη φυλακή (συγκεκριμένα στοιχεία εδώ δεν έχουν καταγραφεί).
Η εικόνα δεν είναι καλύτερη ούτε και για τους εμπρησμούς από αμέλεια, που είναι και οι περισσότεροι. Και εδώ τα ποσοστά καταδίκης κινούνται χαμηλά, σε επίπεδα της τάξεως του 6,5%. Δηλαδή, από 7.463 διώξεις, οι καταδίκες είναι μόλις 490.
Η τραγωδία στο Μάτι
Και πάμε στη βιβλική καταστροφή στο Μάτι το 2018, με τους 104 νεκρούς. Η παντελής έλλειψη κάθε κρατικής συνδρομής για να σωθούν οι άνθρωποι κατεγράφη ως μια τεράστια πολιτική ευθύνη και αποτέλεσε αντικείμενο σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης και πρωτοφανούς κοινωνικής καταδίκης.
Εντούτοις, το δικαστικό σύστημα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την ποινική αποτίμηση αυτής της τραγωδίας. Δεν μπόρεσε να εκκαθαρίσει δικαστικά σε εύλογο χρόνο τις ευθύνες…
Η δίκη βρίσκεται ακόμη στη μέση. Εξαιτίας ατυχέστατων δικαστικών χειρισμών στο στάδιο της ανάκρισης, καθυστέρησε να φθάσει η υπόθεση στο ακροατήριο, ενώ ο κίνδυνος της παραγραφής ελλοχεύει από καιρό, βάζοντας στο κόκκινο τόσο το πολιτικό, όσο και το δικαστικό σύστημα.
Ούτε χρειάζεται να ειπωθεί τι θα σημάνει η παραγραφή αυτής της τραγωδίας σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, μέλος της Ε.Ε.
Η φονική πυρκαγιά στο Μάτι δυστυχώς αποτέλεσε και αποτελεί την επιτομή του τρόπου με τον οποίο πολιτεία, κοινωνία και Δικαιοσύνη αντιμετωπίζουν για δεκαετίες τους υπαιτίους και τις συνέπειες των πυρκαγιών.
Και κάτι τελευταίο. Ο άνθρωπος που άναψε φωτιά με 8 μποφόρ για να κάψει ξερά χόρτα στο οικόπεδό του στο Νταού Πεντέλης, που είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για την πρόκληση της πυρκαγιάς η οποία κατέκαψε τα πάντα στο Μάτι, είναι ένας από τους 21 συνολικά κατηγορουμένους σε αυτή τη δίκη. Δεν έχει πατήσει στο δικαστήριο τόσους μήνες που η δίκη είναι σε εξέλιξη. Του έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι από την ανάκριση, δεν πήγε ούτε μία ημέρα «μέσα» (διώκεται, άλλωστε, για πλημμέλημα) και βέβαια, η ποινική του μεταχείριση αναμένεται με ενδιαφέρον.
Σημειώνεται ότι και η 70χρονη που τηγανίζοντας στην αυλή της προκάλεσε τη φονική πυρκαγιά στην Ηλεία το 2007, η οποία κόστισε τη ζωή σε 65 ανθρώπους, για πλημμέλημα διώχθηκε…
Πηγή :ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ