887
Η όλη αυτή μεθοδολογία που απαιτεί επιβεβαίωση ακόμη και από τους ίδιους τους κυνηγούς, δηλαδή εφόσον έχουν πράξει εξονυχιστικό έλεγχο είτε με σκυλιά είτε χωρίς, και τίθεται θέμα ακόμη αμφισβητούμενης περίπτωσης, μπορεί να επαληθευθεί ακόμη μια φορά η ίδια διαδρομή, έτσι ώστε να αξιολογηθούν καλύτερα όλα τα ίχνη, μη τυχόν και τελικά οδηγηθούμε σε κάποιο τελικό συμπέρασμα.


H κυνηγετική περίοδος του Αγριόχοιρου όπως γνωρίζουμε αρχίζει στα μέσα του Σεπτέμβρη και τελειώνει προς τα τέλη του Γενάρη, με τις καιρικές συνθήκες να εναλλάσσονται μέσα σ’ αυτό το διάστημα και να ποικίλουν μεταξύ τους, κάτι που άλλοτε κάνει τις εξορμήσεις μας αποδοτικές και άλλοτε δυσχεραίνει τις προσπάθειές μας.
Ο πρώτος μήνας, ως συνήθως, περιέχεται από ζέστη και ανομβρία, πράγμα που δυσκολεύει την ανεύρεση των αγριόχοιρων τόσο για τους συνεργάτες σκύλους μας, όσο και για εμάς τους ιδίους. Ακόμη και κάποιες σποραδικές βροχούλες που πέφτουν το πρώτο καιρό δεν είναι ικανές να μαλακώσουν το έδαφος, ή να ψύξουν τον αέρα ρίχνοντας την θερμοκρασία, βοηθώντας κυνηγούς και σκύλους στην εργασίας τους.
Βαδίζοντας σιγά-σιγά προς την καρδιά του χειμώνα, εισβάλλοντας οι βοριάδες, φέρνοντας περισσότερες βροχές και κρύο η διεξαγωγή του κυνηγιού γίνεται κάτω από καλύτερες συνθήκες. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως μια συνεχής κακοκαιρία προσφέρεται για ένα ιδανικό κυνήγι, κάθε άλλο…
Ποιες είναι λοιπόν οι κατάλληλες ημέρες με τις απαραίτητες προϋποθέσεις όπου προσφέρονται για μια καλή κυνηγετική εξόρμηση στο κυνήγι του αγριόχοιρου;
Η ιδανική μέρα για το κυνήγι του αγριόχοιρου δεν είναι καμιά άλλη πέραν ενός κοινώς ονομαζόμενου «απόβροχου». Δηλαδή, τις συνθήκες που επικρατούν την παραμονή του κυνηγίου που ο κυνηγότοπος έχει ποτιστεί ύστερα από μια δυνατή βροχή, «σβήνοντας» έτσι τα παλιά ίχνη. Η παύση της βροχής, που ακολουθεί η ερχόμενη νύχτα, προδίδει τα «φρέσκα» πατήματα των ζώων πάνω στη λάσπη που έχει δημιουργηθεί.
Το απόβροχο είναι ο «καθρέφτης» για πολλούς παράγοντες που διελευκάνει αρκετές δυσπιστίες.
Αποδεικνύει για παράδειγμα την ύπαρξη ή μη των αγριόχοιρων αλλά και επιβεβαιώνει τυχόν αδυναμίες ή ικανότητες των σκύλων. Αναιρεί τις όποιες δικαιολογίες μπορεί να προκύπτουν από ασάφειες που αφήνονται να εννοηθούν σε περιόδους ξηρασίας.
Ένα ιδανικό απόβροχο, όμως, καθορίζεται κι από την διάρκεια της βροχής, κατά της βραδινές ώρες ανήμερα της κυνηγετικής ημέρας, αλλά, και από τις βροχοπτώσεις των περασμένων ημερών. Βλέπετε, το πόσο έχει «μαλακώσει-λασπώσει» το έδαφος, παίζει σπουδαίο ρόλο για τη διεξαγωγή κυνηγιού και συμπερασμάτων.
Συνήθως, φαινόμενα με υπερβολική λάσπη συναντώνται κατά τα το μήνα Νοέμβρη και μετά.
Εν τούτοις, αυτές οι ημέρες με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες καθ’όλη την εξέλιξη της κυνηγετικής χρονιάς δεν είναι πολλές. Αυτές είναι οι λίγες ημέρες που αναμένει πως και πως ο κάθε γουρουνοκυνηγός. Όχι μόνον διότι προσφέρονται για ένα καλό κυνήγι, αλλά περισσότερο γιατί ξεκινά μια διαδικασία, η οποία κάνει το κυνήγι του αγριόχοιρου πιο συναρπαστικό και ενδιαφέρον.
Η διαδικασία αυτή στην κυνηγετική διάλεκτο ονομάζεται «περίκομμα» ή «κόψιμο» και είναι κάτι που απαιτεί γνώσεις ιχνηλασίας. Όχι, βέβαια, με την όσφρηση, αυτή την διαπράττει ο σκύλος, αλλά με την όραση, αφού παρέχεται η δυνατότητα αποκάλυψης των ιχνών πάνω στο έδαφος.
Η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει από μερικά λεπτά μέχρι και ολόκληρες ώρες. Είναι κάτι που εξαρτάται από διάφορα αίτια, όπως η διαμόρφωση του εκάστοτε εδάφους, βλάστησης, συμπεριφορά των ζώων κατά τη διάρκεια της νύχτας βάση της πορείας που χάραξαν, αλλά και από τις ικανότητες και εμπειρίες του κάθε κυνηγού που διεξάγει την ιχνηλασία.

Η ανεύρεση των ιχνών αλλά και ο διαχωρισμός τους (βραδινά-πρωινά) προϋποθέτει μεγάλη εμπειρία και υπομονή, κάτι απαιτεί χρόνια ενασχόληση με τις ιδιαιτερότητες αυτού του ζώου.
Είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει μια διαρκή πεζοπορία των κυνηγών όπου πολλές φορές καταντάει επίπονη.
Εδώ, να σημειώσουμε πως αρκετοί κυνηγοί σε μέρη που περικλείονται από δρόμους, είτε χωμάτινους είτε ασφάλτινους, διαπράττουν την ιχνηλασία μέσα από το αυτοκίνητο, κάτι το οποίο δεν ενδείκνυται αφού πολλές φορές τα ίχνη από την απόσταση και την ταχύτητα που μεσολαβεί δεν γίνονται αντιληπτά.
Οι κυνηγοί που αναλαμβάνουν αυτή τη μέθοδο (περίκομμα) θα πρέπει να είναι τα πιο έμπειρα και ικανά μέλη της ομάδας όπου γνωρίζουν άπταιστα τον τόπο σπιθαμή προς σπιθαμή, αλλά και είναι σε θέση να ξεχωρίζουν τα πατήματα ενός αγριόχοιρου από διάφορα άλλα ζώα. Για παράδειγμα, θα πρέπει να διακρίνουν και να ξεχωρίσουν τα πατήματα αγριόχοιρου από τα πατήματα αιγοπροβάτων, που, πιθανόν, κυκλοφόρησαν μετά την παύση της βροχής (απογευματινές-πρωινές ώρες). Είναι κάτι το οποίο δυσκολεύει στο μεγαλύτερο βαθμό την ιχνηλασία, αλλά και πάλι ένας έμπειρος κυνηγόςΠόσο μάλλον σε περιπτώσεις που θα πρέπει να διακρίνουν τα πατήματα αιγοπροβάτων που πιθανόν κυκλοφόρησαν κατόπιν παύσης της βροχής (απογευματινές-πρωινές ώρες). Είναι κάτι το οποίο δυσκολεύει στο μεγαλύτερο βαθμό την ιχνηλασία, αλλά και πάλι ένας έμπειρος κυνηγός είναι σε θέση να βρει την άκρη του νήματος.
Το εύκολο φυσικά είναι να εντοπιστούν τα ίχνη ενός αγριόχοιρου πάνω στη λάσπη από τον κυνηγό, αλλά το πλέον δύσκολο είναι να καταφέρει μόνος του, ή σε συνδυασμό με τη βοήθεια των υπολοίπων μελών και του Αρχηγού της παρέας, να εντοπίσουν το τελικό σημείο που οδηγεί στην κρυψώνα του.
Περιγράφοντας συνοπτικά τη διαδικασία αυτή:
Το κάθε μέρος που κυνηγούμε διαχωρίζεται σε κομμάτια (παγάνες) είτε αυτό περιβάλλεται από φυσικά όρια (ποτάμια-λάκκους-οροσειρές) είτε από δρόμους και μονοπάτια που έχουν χαραχθεί από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ελέγχονται περιμετρικά όλοι οι παράπλευροι τομείς με σκοπό τον εντοπισμό των ιχνών από ζώα που διέσχισαν την περιοχή το βράδυ. Μπορούμε έτσι να ξεχωρίσουμε την είσοδο ή την έξοδο των αγριόχοιρων στο τομέα μας, κι αν, φυσικά έχει παραμείνει κάποιο από αυτά εκεί μέσα. Αυτό βέβαια μπορεί να ακούγεται εύκολο αλλά μερικές φορές είναι τόσο δύσκολο ως ακατόρθωτο.
Πολλές είναι οι φορές που τα ίχνη στην περίμετρο που κόβουμε είναι μπερδεμένα. Δηλαδή, τα ζώα έχουν χαράξει πορείες με πολλές εισόδους και εξόδους σε ένα μέρος, πράγμα που δυσκολεύει κατά πολύ την εξακρίβωση για το που πραγματικά έχουν επιλέξει να κοιμηθούν την ημέρα τους. Αυτό συμβαίνει συνήθως για διαφόρους λόγους.
Π.χ όταν η βροχή έχει σταματήσει από νωρίς (πριν ή κατά τη δύση του ηλίου) και έχει προηγηθεί για ημέρες σφοδρή κακοκαιρία με βροχοπτώσεις-καταιγίδες (κάτι που αποτρέπει τις μακρινές διαδρομές των αγριόχοιρων), τότε τα γουρούνια ξεχύνονται στο δάσος αφού «κράτησε» και τα ίχνη που εντοπίζονται μπορεί να είναι η αρχή της διαδρομής τους. Επιπλέον, σε αυτό συμβάλει και η διάρκεια της νύχτας ανάλογα την εποχή που διανύουμε, όπου κατά τη καρδιά του χειμώνα είναι σαφώς μεγαλύτερη.
Στις περιπτώσεις αυτές (μπέρδεμα των ιχνών) λίγοι είναι αυτοί που μπορούν με υπομονή και παρατηρητικότητα λεπτομερειών να δώσουν σαφή εξήγηση για το ποια είναι πραγματικά η τελική πορεία των αγριόχοιρων, που οδηγεί στα γιατάκια τους. Γνωρίζοντας τα συνηθισμένα σημεία που επιλέγουν τα ζώα να κοιμηθούνε, αλλά και την συμπεριφορά που δηλώνουν τα πατήματά τους, είναι σε θέση να οδηγηθούμε στο σωστό διαχωρισμό. Ωστόσο, προκύπτουν και περιπτώσεις που τα ίχνη είναι τόσο μπερδεμένα πατώντας το ένα πάνω στο άλλο (μπρος-πίσω) όπου ακόμη και οι πιο ικανοί κυνηγοί σηκώνουν τα χέρια τους, θέτοντας το θέμα υπό αμφισβήτηση. Κάποιες φορές και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις πολλοί είναι αυτοί που επιλέγουν τη χρήση των σκυλιών για να δώσουν λύση σε αυτό το μυστήριο. Ακόμα, όμως, και όταν οι σκύλοι που προδίδουν τα ίχνη με την συμπεριφορά τους διαχωρίζοντας τα βραδινά από τα πρωινά, θα πρέπει να υπάρχει απόκλιση ωρών μεταξύ των, έτσι ώστε η μυρωδιά των ιχνών να είναι στα μεν πιο ασθενής και στα δε πιο έντονη.
Στα ίχνη που έχουν ελάχιστη διαφορά χρόνου αλλά και μικρή απόσταση μεταξύ τους, ο σκύλος εκφράζει την ίδια συμπεριφορά και στις δύο περιπτώσεις κάτι που δε μπορεί να μας οδηγήσει, επίσης, σε ασφαλές συμπέρασμα.

Αντιθέτως, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η διαδικασία του περικόμματος μπορεί να είναι τόσο εύκολη και σύντομη , όπου οι ιχνηλάτες κυνηγοί καταφέρνουν να εντοπίσουν και να «κλείσουν» διαφορετικά γουρούνια σε διαφορετικές περιοχές.
Άρα, τη μέρα του κυνηγιού, κάποιοι θα δικαιωθούν για το έργο που επιτέλεσαν στην προκειμένη περίπτωση, αλλά μπορεί και κάποιοι να χρεωθούν το όποιο λάθος διαπράχθηκε πάνω σε αυτή τη δύσκολη διαδικασία, πηγαίνοντας όλοι οι κόποι της ομάδας, στράφι.
Στη πρώτη περίπτωση αν η παγάνα στεφθεί με επιτυχία, όλα καλώς. Στη δεύτερη περίπτωση (εκ των υστέρων) για αρκετούς οι απόψεις διίστανται για το εάν έπρεπε να έχει προηγηθεί ολόκληρη η εργασία αυτή, ή αν έπρεπε να ξεκινήσει η διεξαγωγή του κυνηγιού ποντάροντας περισσότερο στον παράγοντα τύχη.
Αυτό που θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως η διαδικασία αυτή, μιας ημέρας απόβροχου, προσφέρει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας τόσο όσο στο να εντοπιστούν οι αγριόχοιροι από τους κυνηγούς όσο και από τους ιχνηλάτες σκύλους. Από εκεί και πέρα παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες που θα τους αναλύσουμε σε επόμενα άρθρα μας…
του Γιάννη Αμπατζίδη
