949
Τα συναισθήματα που σε καταλαμβάνουν είναι έντονα, εξαίσια και απερίγραπτα.
Να είσαι αχάραγα επάνω στο βουνό, ύστερα από νυχτερινή κοπιαστική πορεία. Με τα πνευμόνια φουσκωμένα και τα ρουθούνια να πονούν απ΄ την εισπνοή του καθαρού αέρα. Με παρέα το έμπιστο σκυλάκι και άλλους κυνηγούς. Με τις αισθήσεις εξαναγκαστικά σε εγρήγορση και επιφυλακή. Τα μάτια να ατενίζουν το γλυκοχάραμα της αυγής και τ΄ αυτιά τεντωμένα για να συλλάβουν το λάλημα της πέρδικας και τα αλυχτίσματα των σκυλιών, που σε λίγο θα πάρουν τον «ντορό» του αλαφροπάτη του λαγού….
Ας έχει παγωνιά, κι ας ψιλοβρέχει, ας χιονίζει, ας σκούζει ο αγέρας και τα δένδρα ξεριζώνει…
Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από τότε που άρχισε η κυνηγετική περίοδος και να που ήλθαν τα πρώτα χαρούμενα αποτελέσματα και στον τόπο μας.
Κυνήγι. Ήταν απ΄ τις πιο ευχάριστες ασχολίες των κοντινών προγόνων μας, όχι μόνο σαν ψυχαγωγία, αλλά και σαν μέσο επιβίωσης, λόγω της κατανάλωσης του κρέατος των θηραμάτων και της πώλησης του δέρματος, κυρίως της αλεπούς και του κουναβιού.
Η κυρά του σπιτιού, πάντοτε ανυπομονούσε για τον ερχομό του αφεντικού και τον καλωσόριζε αναλόγως: «Μωρέ μ΄ άδεια τα χέρια, μου ήλθες πάλι σήμερα…………….»
Αυτό το μικρόβιο – αθεράπευτη ασθένεια κατά πολλούς – μεταδόθηκε εξαναγκαστικά και σε μας τους νεώτερους, αφού ήταν από τις πιο κύριες, καθημερινές σχεδόν, ασχολίες των γονιών μας, λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας του εδάφους του χωριού μας.
Αρκετοί ήταν οι παθιασμένοι με αυτή τη συνήθεια. Κάθε σπίτι είχε κι από έναν, τουλάχιστο, φανατικό κυνηγό. Μιχάλης και Γεώργιος Κ. Ρόλλας, Δημήτριος Ασκούνης, Ιωάννης, Φίλιππος και Γεώργιος Αναστ. Λαμπίρης, Ιωάννης Φαρμασώνης, Νικόλαος Φαρμασώνης, Νικόλαος Β. Φαρμασώνης, Βασίλειος Γ. Λυμπέρης, Χρήστος Γ. Λαμπίρης, Αγγελής Λαμπίρης, Ιωάννης Λαμπίρης, Γεώργιος Π. Ρούνης, Παναγιώτης Ρούνης, Γεώργιος Βας. Σιαβελής, Σταύρος Σιαβελής, Χρήστος Στ. Σιαβελής, Βαγγέλης Χασάπης, Μπάμπης Αντωνάκος, κ.α.
Σημαντική ρόλο στην οικογένεια και στον κάθε κυνηγό, έπαιζε και το λαγωνικό, το οποίο διέθετε σχεδόν «ανθρώπινη» νοημοσύνη και το αντιμετώπιζαν όλοι με σεβασμό, σαν ομότιμο μέλος. Αναρίθμητες ήταν οι κυνηγετικές ιστορίες που έδειχναν τον υψηλό βαθμό νοημοσύνης και την αξιοσύνη εκείνων των σκυλιών, της Σπίθας του Ζέρβα, του Ασίκη του Σταυράκου, του Ντερβίση του γεροΔημήτρη Ασκούνη, της Ίρμας του Γεωργίου Ρούνη, του Λέωντα του Νίκου Φαρμασώνη, του Έκτορα του Μιχάλη, του Τζακ του Βασ. Λυμπέρη και του Ερμή του γεροΒαγγέλη Χασάπη.
Σε περίοπτη θέση μέσα στο σπίτι, στο χειμωνιάτικο ή στη σάλα, δέσποζε κρεμασμένο ψηλά, το τυφέκιο. Το καμάρι του κυνηγού, ο καλύτερος φίλος του, το εγώ του, η προέκταση του εαυτού του, η παρηγοριά του μέχρι τα βαθειά γεράματα.
Η παλιά εμπροσθογεμή τσάγκρα, τα παλιότερα χρόνια, με τον πανάρχαιο μηχανισμό πυροδότησης, όπου ο κυνηγός πριν τον κάθε πυροβολισμό, τοποθετούσε το «νεροκάψουλο» επάνω στο «μπιφό» και γέμιζε την κάννη, με μπαρούτι, μαλλί και σκάγια από τα μπαλασκόνια (κέρατα βοδιού) που έφερε μαζί του, γεμάτα πυρομαχικά.
Και τα νεώτερα χρόνια, συλλεκτικά δίκαννα Parker, Fox, Smith & Wesson, Stevenson κ.α. και αυτόματες καραμπίνες Browning και Remington, δώρα συγγενών από την Αμερική, οι οποίοι γνώριζαν για τα καλά τον πόθο και τις συνήθειες του αδελφού, του πατέρα και του ανιψιού στο χωριό.
Ήταν φορές, γιορτές και σχόλες, ιδίως όταν επικρατούσε χιονιάς, που όλο το ένοπλο δυναμικό, οι κυνηγοί, χωρισμένοι σε ομάδες (φίλοι από κάθε γειτονιά), ανηφόριζαν στις γύρω βουνοπλαγιές, όχι μόνο για την απόκτηση του πολυπόθητου μεζέ, αλλά και για να βιώσουν εκείνο το χτυποκάρδι, εκείνη τη γλυκιά και αγωνιώδη προσμονή, που εξελίσσονταν σε πλήρη ησυχία, από τη στιγμή που η «Σπίθα» έπιανε τον «ντορό» του λαγού, μέχρι που να τον ξεπετάξει.
Πολλές φορές, κοντά στην κυνηγοπαρέα ακολουθούσαν και κυνηγοί με άδεια όπλα, χωρίς πυρομαχικά (λόγω φτώχειας), κάτι που δεν γνώριζαν οι άλλοι, μόνο και μόνο για να πάρουν μερδικό από το θήραμα, κάτι που γίνονταν πάντα στο τέλος της ημέρας και με απόλυτη ακρίβεια. Χαρακτηριστικές ήταν οι εικόνες εκείνα τα χρόνια στου γερο Χρήστου Λαμπίρη «Μερεντίτη» το μαγαζί. Απόγευμα, ιδίως μετά από χιονιά, αρκετοί λαγοί κρέμονταν από μικρά τσιγκέλια, πέριξ του καταστήματος. Ενώ μέσα σε αυτό, κρασομεζέδες και οχλαγωγία, με κύριο αντικείμενο τα ανδραγαθήματα της ημέρας, τις εκπλήξεις και τα λάθη που έγιναν, καθώς και τις αστείες ιστορίες.
Όπως για παράδειγμα, κάποτε που μια παρέα είχε χτυπήσει έναν ασβό και έβαλαν κλήρο ποιος θα τον κουβαλήσει στην πλάτη. Ο άτυχος τελικά, ήταν ο Γιάννης Αναστ. Λαμπίρης (Τασσόγιαννης), ο οποίος σε λίγο γέμισε ψύλλους, υπέφερε από φαγούρα, προκαλώντας το γέλιο και τα πειράγματα των υπολοίπων.
Κάποια άλλη φορά, με το ξεπέταγμα του λαγού και τις αλλεπάλληλες ντουφεκιές, τέλειωσαν τα πυρομαχικά των κυνηγών, οι οποίοι απευθύνθηκαν στον Γιώργη Βας. Σιαβελή, που δεν είχε πυροβολήσει ακόμα, φωνάζοντάς του: «Ρίξε ρε Γιώργη, … ρίξε έρχεται πάνω σου….» Ο τελευταίος ήταν πάντα φειδωλός στις ντουφεκιές του, επειδή κουβαλούσε μαζί του όπλο με μεγάλο διαμέτρημα (10άρι), το οποίο έπαιρνε στη θαλάμη μεγάλη ποσότητα μπαρούτης και σκαγίων, με κόστος δυσβάσταχτο για εκείνα τα χρόνια. Τότε αυτός τους απάντησε: « Τι να ρίξω ρε…, εγώ έχω μια περιουσία μέσα…!»
Έτσι κάπως εξελίσσονταν το εβδομαδιαίο πρόγραμμα των παππούδων και πατεράδων μας, ιδίως τις Κυριακές και τις σχόλες, με το κυνήγι. Με τούτο και με τ’ άλλα, ξεχνούσαν τη φτώχεια και τις αντιξοότητες της καθημερινής ζωής.
Κλείνοντας, ήλθε στο νου ένα απόσπασμα από το πλούσιο λογοτεχνικό έργο του ζωγράφου και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου, καταγόμενου απ΄ το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, το όποιο (απόσπασμα) έχει σχέση με το βαθύτερο νόημα της παρούσας αναφοράς:
«Εσύ ο φτωχός, είσαι μακάριος μέσα στα κρυφά πλούτη της φύσης, που δεν είναι σε θέση να χαρούνε οι ένδοξοι και οι πλούσιοι της γης. [ …. ] Ήμερη ζωή, με το τίποτα γίνεται ευτυχισμένος ο άνθρωπος και δεν το ξέρει, γιατί δεν θέλει φτηνή ευτυχία, παρά θέλει την ακριβοπληρωμένη δυστυχία….»
Πηγή : http://agiasofiablog.gr