Η Ελλάδα βρίθει απαγορευμένων θηραμάτων, αναφέροντας μόνο τα επιδημητικά: ελάφι, πλατώνι, ζαρκάδι, αίγαγρος, πεδινή πέρδικα, αγριόκουρκος, αγριόγιδα και αγριόκοτα. Μήπως, ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν ωφελεί και τουναντίον οδηγεί στην παραμέληση και εν συνεχεία στην ανάπτυξη παράνομων δραστηριοτήτων; Σημειώνεται πως, για τα περισσότερα παραπάνω είδη με την ορθή πάντα διαχείριση δεν υπάρχει ζήτημα εξαφάνισης.
του Δρ Χρήστου Σώκου
Με αφορμή λοιπόν δημοσιεύματα για διακίνηση αιγάγρων (Capra aegagrus creticus) από την Κρήτη σε Βαλκανικές χώρες είναι ωφέλιμο να θεωρηθούν τα βαθύτερα αίτια.
Πώς ένα θήραμα σύμβολο και ενδημικό της Κρήτης να μεταφέρεται για να … το διαχειριστούν αλλού; Στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον όταν υπάρχει ζήτηση για κάτι και εσύ το έχεις και δεν το προσφέρεις έξυπνα, λελογισμένα, διασφαλισμένα, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της κλοπής. Η θήρευση ενός τροπαιοφόρου οπληφόρου, αναλόγως τη βαθμολογία του, μπορεί να αποτιμηθεί στο πλαίσιο του κυνηγετικού τουρισμού σε πάνω από 10.000 ευρώ.
Πριν από μισό αιώνα, το 1972, ο Γερμανός θηραματολόγος Χανς Μπένκε στην έκθεσή του για την ανάπτυξη της θήρας στην Ελλάδα έγραφε: «Ολόκληρος ο ελληνικός χώρος, τον οποίον επεσκέφθην αποτελεί, αναλόγως του είδους του θηράματος, έναν καλόν έως πολύ καλόν και εις ωρισμένας περιπτώσεις άριστον βιότοπον». Κάνοντας αποδεκτή την άποψη αυτή, διαπιστώνεται ότι η ελληνική φύση, παρά τα τραύματά της, μπορεί να θρέψει θηράματα. Είμαστε όμως από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη με τέτοια ποικιλία θηραμάτων, αλλά και συνάμα ελάχιστα να είναι θηρεύσιμα ή η θηρευτική τους διαχείριση να είναι περιορισμένη και να χρήζει εκσυχρονισμού.
Η διαχείριση της άγριας πανίδας στην Ελλάδα αποτελεί έναν από τους κλάδους της Δασοπονίας. Την ευθύνη την έχει η Δασική Υπηρεσία. Την αρμοδιότητα για το σχεδιασμό, την υλοποίηση στρατηγικών και χάραξης πολιτικής την έχει η αρμόδια Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, ενώ τα 83 Δασαρχεία και Διευθύνσεις Δασών διάσπαρτα σε όλη τη χώρα αποτελούν τις περιφερειακές μονάδες διαχείρισης.
Πριν από μισό αιώνα πάλι, το 1972, σε ειδική αναφορά για τη θήρα στην Ελλάδα του ειδικού εμπειρογνώμονα του FAO κ. Pringale, απεσταλμένου του Ειδικού Ταμείου Ηνωμένων Εθνών, αναφέρεται ότι: «… Οι Δασικές Υπηρεσίες εκτελούν αυτήν την εργασία με συνείδηση και δυναμισμό, αλλά η αποτελεσματικότητα των ενεργειών τους, στον τεχνικό σχεδιασμό, θα ήταν βέβαια μεγαλύτερη εάν, τόσο οι Δασολόγοι όσο και οι Προϊστάμενοι των Υπηρεσιών, είχαν επαρκείς γνώσεις βιολογίας των θηραμάτων και των αναγκών τους, το οποίο συμβαίνει μόνο για μια μικρή μειονότητα. Το πιο πάνω προσωπικό δεν λαμβάνει επαρκή μόρφωση στον τομέα αυτό, πράγμα το οποίο είναι αναμφίβολα λυπηρό» (Pringale 1972).
Θαυμαστές ήταν οι εισαγωγές από την αλλοτινή Δασική Υπηρεσία οπληφόρων σε ακατοίκητες νησίδες για την ανάπτυξη της θήρας και έτσι σήμερα έχουμε τη Σαπιέντζα, το Αταλοντονήσι, τα Γιούρα. Η κατάσταση από τότε δεν είχε μια αναπτυξιακή πορεία, αλλά περισσότερο παρατηρείται εγκατάλειψη (Μπίρτσας 2006, Μάνιος 2008), αν και πλέον στη χώρα υπάρχουν επιστήμονες με σχετική μεταπτυχιακή ειδίκευση, ωστόσο δεν αξιοποιούνται επαρκώς.
Η έλλειψη πολιτικής βούλησης για συνέχιση και ενδυνάμωση της πολύτιμης προσφοράς της Δασικής Υπηρεσίας και η απουσία στρατηγικού σχεδιασμού οδήγησαν τη Δασική Υπηρεσία σε σταδιακή απογύμνωση από προσωπικό και στόχους. Η σημερινή κατάσταση των κρατικών υπηρεσιών και ερευνητικών κέντρων στον τομέα της θήρας μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί ελλιπής (Σώκος και Μπόκαρης 2018).
Απόρροια και της αδύναμης κρατικής πολιτικής που ακολουθείται για τον τομέα της θήρας, ιδίως από τη δεκαετία του 1980 και μετά, είναι να υιοθετηθεί το δόγμα της προστασίας – απαγορεύσεων (protection) ως εύκολη λύση και όχι της διατήρησης μέσω της ορθής χρήσης (conservation through wise use), το οποίο έχει αποδειχθεί ως αποτελεσματικότερο από τη διεθνή πρακτική.
Σύμφωνα με αυτό επιτρέπεται κάτω από επιστημονικό σχεδιασμό η χρήση των φυσικών πόρων και τα έσοδα που αποκομίζονται ωφελούν την ανάπτυξη της υπαίθρου και τη χρηματοδότηση της διαχείρισης και διατήρησης του είδους.