Αρχική » Grid with Sidebar » Η μπεκάτσα… των Χριστουγέννων

Η μπεκάτσα… των Χριστουγέννων

by iHunt

SVESTONOF
Ο Γιωργάκης έκλεισε τα πέντε του χρόνια τον Νοέμβριο. Πίστευε στον Αϊ-Βασίλη που φέρνει τα δώρα και θα περίμενε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς κρυμμένος πίσω από το δέντρο για να τον δει και να του μιλήσει. Ακόμη περισσότερο όμως πίστευε στα λόγια του πατέρα του και είχε πεισθεί ότι μεγαλώνοντας θα γίνει ένας πολύ καλός κυνηγός. Τον είχε διαβεβαιώσει γι’ αυτό όταν τον πήρε μαζί του πρώτη φορά στο κυνήγι, λίγες μέρες μετά που γιόρτασε τα γενέθλιά του.
 
Δεν πήγαν μακριά, λίγο πιο πέρα από την αυλή του σπιτιού τους, δεν χρειαζόταν όμως να απομακρυνθούν περισσότερο. Το σπίτι τους ήταν χτισμένο στην άκρη του χωριού και έξω από την αυλόπορτα περνούσε μια κατάφυτη ρεματιά που διέσχιζε τους μπαξέδες και τα μικρά χωραφάκια. Εκεί είδε τον σκύλο τους, τον Ρεξ, να στέκεται ακίνητος σαν άγαλμα δίπλα σε ένα σωρό με λαχανόφυλλα και τον πατέρα του να προχωρά κοντά στον σκύλο, λέγοντας στον Γιωργάκη να μην κουνηθεί από τη θέση του και να μη φοβηθεί από την τουφεκιά.
 
 
Ενα περίεργο καφετί πουλί πέταξε με θόρυβο μπροστά από τη μουσούδα του Ρεξ και ένας τεράστιος κρότος σκέπασε τα αυτιά του, παρότι φρόντισε να τα σκεπάσει ο ίδιος με τα χεράκια του σφιχτά. Δεν τρόμαξε στην τουφεκιά, έβαλε τις φωνές, όμως, όταν ο σκύλος έτρεξε και άρπαξε την μπεκάτσα που χοροπηδούσε τραυματισμένη ανάμεσα στα λάχανα.
 
Οταν ο Ρεξ στάθηκε μπροστά στον πατέρα του και περίμενε υπομονετικά να παραδώσει το πουλί, ο Γιωργάκης έτρεξε πιο γρήγορα από τον άνεμο και πήρε ο ίδιος την μπεκάτσα στα χέρια του, μόλις του έκανε νόημα να πλησιάσει ο πατέρας του.
 
Από εκείνη τη στιγμή πέρασε στον κόσμο των κυνηγών και ως κυνηγός έφαγε την μπεκάτσα μαζί με τον μπαμπά, ψητή μέσα σε ένα μικρό, πήλινο κατσαρολάκι που χωρούσε μόνο ένα πουλί. Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ από την υπερένταση και τη χαρά του.
 
Το μερτικό
 
Τα Χριστούγεννα που ο μπαμπάς θα ήταν στο σπίτι, του είχε υποσχεθεί ότι θα πάνε για κυνήγι όλη μέρα. Χαρούμενος ο Γιωργάκης υπολόγιζε ότι θα μαζέψουν ένα σωρό μπεκάτσες, αφού σε λίγα μόνο λεπτά μπόρεσαν να σκοτώσουν μία δίπλα στο σπίτι τους. Ενημέρωσε τους φίλους του για το κυνήγι των Χριστουγέννων και καθημερινά ζητούσε από τη μαμά να αγοράσει πολλές μικρές κατσαρολίτσες για να χωρέσουν τις μπεκάτσες που θα έφερναν στο σπίτι. Τελικά, του παρουσίασε μέσα στο ντουλάπι τέσσερα μικρά κατσαρολάκια και τον έπεισε ότι αυτά φτάνουν για το γεύμα τους, γιατί αν έφερναν στο σπίτι περισσότερες, θα τις μαγείρευε άλλη μέρα.
 
Ηρέμησε ο μικρός μόνο όταν λογάριασε με τον δικό του τρόπο το μερτικό όλης της οικογένειας. Εβαλε τα κατσαρόλια στο τραπέζι και άρχισε να μοιράζει τα θηράματα. Ενα για τον μπαμπά, ένα για τον ίδιο που είναι οι κυνηγοί, ένα για τη μαμά και ένα για τον παππού που θα τον είχε καλέσει να απολαύσει τις ψητές μπεκάτσες.
 
Ενημέρωσε και τον πατέρα του μόλις επέστρεψε από τη Γερμανία, που ήταν το τελευταίο ταξίδι, για το σχέδιό του. Επέμενε να χτυπήσουν τουλάχιστον οχτώ μπεκάτσες για να έχουν και δεύτερο γεύμα την Πρωτοχρονιά. Γέλασε ο πατέρας και χάιδεψε το κεφάλι του εκκολαπτόμενου κυνηγού. «Να είσαι ευχαριστημένος αν καταφέρουμε να χτυπήσουμε μία και βλέπουμε για περισσότερες».
 
Οσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα τόσο μεγάλωνε η αγωνία του Γιωργάκη για το κυνήγι της μπεκάτσας και ούτε έδωσε σημασία στον τεράστιο φακό που του είχε φέρει δώρο ο πατέρας του από τη Γερμανία. Εντελώς αναπάντεχα όμως άλλαξαν δραματικά τα πράγματα για τους κυνηγούς μας.
 
Ενα έκτακτο φορτίο έπρεπε να μεταφερθεί βόρεια, πολύ μακριά, στη χώρα του Αϊ-Βασίλη. Μαύρα δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπο του Γιωργάκη και γοερό κλάμα σκέπασε τα λόγια του μπαμπά όταν τους ανακοίνωνε ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν μαζί Χριστούγεννα γιατί θα έπρεπε να ταξιδέψει στη Φινλανδία.
 
«Και τι θα ψήσουμε τώρα στα κατσαρόλια;» ήρθε γεμάτη αγωνία η θλιβερή διαπίστωση του μικρού μπεκατσοκυνηγού που έβλεπε τις μπεκάτσες να ξεφεύγουν από τα χέρια του και τα κατσαρολάκια του να περιμένουν άδεια στο τραπέζι. Ούτε οι διαβεβαιώσεις της μαμάς ότι θα τα γεμίσουν με τη γαλοπούλα που είχαν ήδη στο ψυγείο μπορούσε να καλμάρει την απογοήτευση του Γιωργάκη.
 
Τόσα όνειρα και σχεδιασμοί για το κυνήγι των Χριστουγέννων πήγαιναν χαμένα. Τι θα έλεγε τώρα στους φίλους του που θα τον ρωτούσαν την άλλη μέρα πώς τα πήγε στο κυνήγι; Τι θα έλεγε στον παππού που τον είχε προσκαλέσει να δοκιμάσει τις ψητές μπεκάτσες που θα έφερνε ο ίδιος κυνηγώντας; Και να τα κλάματα και τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι.
 
Τη λύση την έδωσε ο μπαμπάς. Θα κανόνιζε με τη βοήθεια του Αϊ-Βασίλη να φτάσει μια μπεκάτσα την ημέρα των Χριστουγέννων στο σπίτι και θα αναλάμβανε μετά ο ίδιος, με τη βοήθεια του Ρεξ, να την ανακαλύψει μέσα στην αυλή και να την πιάσει.
 
«Πότε έρχονται οι μπεκάτσες, μπαμπά;» ρώτησε αναθαρρημένος σκουπίζοντας τα δάκρυά του. «Το βράδυ ταξιδεύουν και ψάχνουν για σκουλήκια. Η αυλή μας είναι γεμάτη, εκεί να ψάξεις μόλις ξημερώσει. Ο Ρεξ θα την ανακαλύψει και θα τη φέρει στα χέρια σου».
 
Πολύ βολική τού φάνηκε αυτή η λύση. Και ακόμη πιο εντυπωσιακή. Πόσα θα είχε να διηγηθεί στην παρέα του!! Με μάτια να λάμπουν από τη διαφαινόμενη επιτυχία του -ήδη έβλεπε τον Ρεξ με την μπεκάτσα στο στόμα να έρχεται στα πόδια του- ζήτησε γεμάτος χαρά από τη μαμά να βάλει πάλι στο ντουλάπι τα τρία από τα κατσαρόλια που επέμενε όλες αυτές τις μέρες να είναι έξω στον πάγκο της κουζίνας, για να τα επιθεωρεί μετρώντας τα κάθε μέρα.
 
Το πόστο
 
Την παραμονή των Χριστουγέννων ο καιρός το γύρισε σε χιονιά. Νύχτωσε απότομα, όπως συνήθως γίνεται τις συννεφιασμένες μέρες του χειμώνα, πόσω μάλλον όταν χιονίζει κιόλας. Ο Γιωργάκης είχε κάνει συμφωνία με τη μαμά. Ο Ρεξ θα ήταν μαζί του περιμένοντας να δουν την μπεκάτσα που θα ερχόταν στην αυλή τους.
 
Από το μεσημέρι ήταν κιόλας στο πόστο του. Δεν κρατιόταν. Επέμενε η μαμά να ντυθεί καλά, όμως, γιατί θα ήταν συνεχώς δίπλα στο παράθυρο, και παραδόξως ο μικρός φόρεσε το χοντρό πουλόβερ χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο Ρεξ κούρνιασε στα πόδια του, έριξε και μια κουβέρτα πάνω τους η μαμά μόλις σκοτείνιασε, ελπίζοντας να κοιμηθούν γρήγορα πάνω στον καναπέ.
 
Εβαλε ένα πιάτο με φρεσκοψημένα μπισκότα δίπλα στον φακό του Γιωργάκη και ένα ποτήρι γάλα να το πιει πριν κοιμηθεί.
 
«Δεν θα κοιμηθούμε μαμά αν δεν δούμε πρώτα την μπεκάτσα? έτσι, Ρεξ;» την ενημέρωσε πολύ σοβαρός ο μικρός. Ο σκύλος τον κοίταξε στα μάτια και κούνησε χαρούμενος την ουρά του. «Βλέπεις, μαμά, συμφωνεί και ο Ρεξ…» συμπλήρωσε και άρχισαν να μασουλούν τα μπισκότα με τη σειρά. Ενα αυτός, ένα ο σκύλος, μέχρι που άδειασε το πιάτο.
 
Καθώς περνούσε η ώρα και δυνάμωνε το χιόνι, οι χοντρές νιφάδες που έπεφταν στο παράθυρο όλο και περισσότερο έμοιαζαν με μπεκάτσες κάτω από το φως του φακού που κρατούσε με τις ώρες στα χέρια του. Ο Ρεξ βαριεστημένα ανασήκωνε το κεφάλι του κάθε φορά που άκουγε το όνομά του.
 
Ο Γιωργάκης νόμιζε ότι έβλεπε επιτέλους την μπεκάτσα να προσγειώνεται στον κήπο μπροστά από το παραθύρι του και φώναζε να είναι έτοιμος. Η μαμά βαρέθηκε να πηγαινοέρχεται για να ελέγχει αν έχει αποκοιμηθεί ο γιόκας της και έγειρε στον άλλο καναπέ, δίπλα στο τζάκι που τριζοβολούσε. Εσβησε το φως του δωματίου και σκεπάστηκε με την κουβέρτα της.
 
Μόνο η βαθιά ανάσα του Γιωργάκη ακουγόταν μαζί με τον ήχο που έβγαζαν τα ξερά κούτσουρα που φεγγοβολούσαν στο δωμάτιο, στέλνοντας περίεργους και απόκοσμους ίσκιους, άλλοτε φωτεινούς, άλλοτε σκούρους, καταπώς χόρευαν οι φλόγες στα τζάμια και στη χιονισμένη αυλή. Ολα ήταν κάτασπρα, κανένα σκούρο σημάδι δεν υπήρχε έξω, ούτε στον ουρανό που έμοιαζε με μια τεράστια τρύπα απ’ όπου ξεχύνονταν συνεχώς νιφάδες… ή μήπως ήταν μπεκάτσες;
 
Σε λίγο χιλιάδες καφετιές μπεκάτσες κατέβαιναν συνεχώς από τον ουρανό και μεταμορφώνονταν μυστηριωδώς σε μικρές ασπριδερές νιφάδες μόλις έφταναν στη γη. Ο μπαμπάς, έτοιμος για το κυνήγι, εμφανίστηκε μπροστά του γελαστός και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στην αυλή. Ο Ρεξ έτρεξε χαρούμενος πρώτος στην πόρτα. Μόλις πάτησαν στο κατώφλι, μια τεράστια μπεκάτσα πετάχτηκε με θόρυβο από τα χιονισμένα σκαλοπάτια, σαρώνοντας στην πτήση της τα εκατομμύρια νιφάδες που γέμιζαν τον ουρανό.
 
Xιλιάδες καφετιές μπεκάτσες κατέβαιναν συνεχώς από τον ουρανό και μεταμορφώνονταν μυστηριωδώς σε μικρές ασπριδερές νιφάδες μόλις έφταναν στη γη.
 
Ο μπαμπάς, έτοιμος για το κυνήγι, εμφανίστηκε μπροστά του γελαστός και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στην αυλή. Ο Ρεξ έτρεξε χαρούμενος πρώτος στην πόρτα. Μόλις πάτησαν στο κατώφλι, μια τεράστια μπεκάτσα πετάχτηκε με θόρυβο από τα χιονισμένα σκαλοπάτια, σαρώνοντας στην πτήση της τις εκατομμύρια νιφάδες που γέμιζαν τον ουρανό…
 
 
Ηταν η μπεκάτσα του, αυτή που είχε έρθει από τη χώρα του Αϊ-Βασίλη. Ξερός ακούστηκε ο ήχος από το τουφέκι του μπαμπά μέσα στο χιόνι
 
Ηταν η μπεκάτσα του, αυτή που είχε έρθει από τη χώρα του Αϊ-Βασίλη. Ξερός ακούστηκε ο ήχος από το τουφέκι του μπαμπά μέσα στο χιόνι και η μπεκάτσα κουτρουβάλησε στριφογυρίζοντας… στα πόδια του Γιωργάκη. Αρχισε να χοροπηδά φτεροκοπώντας άτσαλα χωρίς να μπορεί όμως να πετάξει. Θα τους ξέφευγε αν δεν την έπιανε ο Ρεξ. Πού ήταν ο Ρεξ; Γιατί αργούσε να την αρπάξει με τα δόντια του; Ο μπαμπάς γελούσε με την καρδιά του, καθώς ο Γιωργάκης έψαχνε τον σκύλο γύρω του απεγνωσμένα. Τώρα βρήκε να εξαφανιστεί και αυτός ο Ρεξ;
 
Αρχισε να κρυώνει. Το χιόνι τσιμπούσε το δέρμα στα χέρια του κάθε τόσο, ενώ η μπεκάτσα συνέχιζε να φτεροκοπά στα πόδια του. Προσπάθησε να την πιάσει, αλλά του ξέφευγε συνεχώς μέσα από τα χέρια. Μόνο ο Ρέξ μπορούσε, αλλά πού ήταν;
 
Λαμπερό φως
 
Επιτέλους φάνηκε ο σκύλος. Αντί να ορμήσει όμως πάνω στην μπεκάτσα, όπως τότε στον λαχανόκηπο, στεκόταν δίπλα στον μπαμπά και χαμογελούσε χαρωπός κουνώντας πέρα – δώθε την ουρά του. Πρέπει να την πιάσουμε, θα μας φύγει Ρεξ, θα μας φύγει, τον παρακαλούσε συνεχώς, αλλά ο σκύλος γελούσε όλο και περισσότερο δείχνοντας τα κάτασπρά του δόντια… «Πιάσ’ τη Ρέεεεξ», ούρλιαξε απεγνωσμένα όταν είδε την μπεκάτσα έτοιμη για να πετάξει.
 
 
Με βλέμμα απλανές και τον φακό στο χέρι να σημαδεύει έξω στην αυλή τους παγωμένους σταλακτίτες, στεκόταν σαν χαμένος ο Γιωργάκης.
 
Ενα λαμπερό φως γέμισε το δωμάτιο. Τρομαγμένη η μαμά από τον θόρυβο και το ουρλιαχτό, πετάχτηκε και άναψε το φως. Το τζάκι είχε σβήσει και το ρολόι έδειχνε περασμένες δώδεκα. Ο αέρας σφύριζε ανατριχιαστικά, γεμίζοντας με παγωμένες χιονονιφάδες το δωμάτιο. Ο Ρεξ πάλευε να ξεμπλέξει μέσα από την κουβέρτα για να χωθεί κάτω από τον καναπέ. Με βλέμμα απλανές και τον φακό στο χέρι να σημαδεύει έξω στην αυλή τους παγωμένους σταλακτίτες, στεκόταν σαν χαμένος ο Γιωργάκης. Τώρα ούρλιαξε από τρόμο η μαμά, καθώς αντίκρισε τα σπασμένα τζάμια που είχαν γεμίσει το πάτωμα και έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
 
«Μαμά, ήταν ο μπαμπάς εδώ… πυροβόλησε την μπεκάτσα μου και ο Ρεξ…» πριν προλάβει να πει το παράπονο του στη μαμά, για τον Ρεξ που αρνούνταν να πιάσει την μπεκάτσα, βγήκε ο σκύλος από τη βάση του καναπέ που ήταν χωμένος και στάθηκε απέναντί τους κρατώντας στο στόμα του… μια μπεκάτσα.
 
«Την έπιασεεε… Μαμάααα, την έπιασε τελικά ο Ρεξ… Τη χτύπησε ο μπαμπάς την μπεκάτσα μου και ο Ρεξ την έπιασε… Μπράαααβο Ρεξ…» Οι φωνές του Γιωργάκη ακούγονταν σε όλο το χωριό καθώς χοροπηδούσε γύρω από τον σκύλο, τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε. Πήρε ώρα να συνειδητοποιήσει ότι ο μπαμπάς δεν ήταν στα αλήθεια μαζί του, αλλά τον είδε σε όνειρο. Ομως, αν ο μπαμπάς δεν είναι εδώ, πώς βρέθηκε η μπεκάτσα στο στόμα του Ρεξ που εξακολουθούσε να τον κοιτά χαρούμενος κουνώντας την ουρά του;
 
Η μαμά τον ηρέμησε και κατάφερε να εξηγήσει το «θαύμα των Χριστουγέννων». Ο Γιωργάκης αποκοιμήθηκε ψάχνοντας με τον φακό του στην αυλή. Μια μπεκάτσα που γυρόφερνε απεγνωσμένα μέσα στη χιονοθύελλα στους λαχανόκηπους και στις αυλές των σπιτιών παρασύρθηκε από το ισχυρό φως του φακού και πέταξε πάνω στο παράθυρο. Χτύπησε με δύναμη στο τζάμι που έγινε χίλια κομμάτια, ευτυχώς ο Γιωργάκης δεν είχε το πρόσωπο του κολλημένο στο παράθυρο και έπεσε μέσα στο δωμάτιο. Ζαλισμένη από το χτύπημα φτεροκοπούσε στα πόδια του Γιωργάκη, ενώ ο θόρυβος από το σπάσιμο του τζαμιού ακούστηκε σαν πυροβολισμός και είδε στο όνειρο τον πατέρα του να πυροβολεί.
 
Πολυπόθητο θήραμα
 
Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν μπορούσαν να χωρέσουν στον μυαλό του Γιωργάκη. Ενα ήταν το σίγουρο. Ο μπαμπάς του, με τη βοήθεια και του Αϊ-Βασίλη, τήρησε την υπόσχεσή του και έστειλε την μπεκάτσα των Χριστουγέννων. Ορμησε στο τηλέφωνο κρατώντας στα χέρια του το πολυπόθητο θήραμα, παρά τα παρακάλια της μαμάς ότι η ώρα δεν είναι κατάλληλη και ότι ο μπαμπάς του κοιμάται.
 
«Περιμένει να ακούσει τα νέα για το κυνήγι, μαμά», είπε καθώς πατούσε τα νούμερα. Ηξερε απέξω το κινητό του μπαμπά, όπως ήξερε ακόμη καλύτερα ότι τον περίμενε. Απάντησε αμέσως ο μπαμπάς, ήταν σίγουρα πάνω στο τηλέφωνο. «Την έπιασες την μπεκάτσα που σου έστειλα;» ήταν τα πρώτα του λόγια, μόλις τον άκουσε να ξεφωνίζει.
 
«Την έπιασε ο Ρεξ, μπαμπά… ήρθε μέσα στο δωμάτιο…» άρχισε να διηγείται, φωνάζοντας τσιρίζοντας και χοροπηδώντας, τον θρίαμβό του. Γύρω του έτρεχε χαρούμενος ο Ρεξ μυρίζοντας και γλείφοντας, για επιβεβαίωση, την μπεκάτσα. Ηταν πλέον ένας κανονικός κυνηγός.
 
Ακολούθησε μετά η μαμά για να δώσει τις απαραίτητες λογικές εξηγήσεις, γιατί ο ενθουσιασμένος γιος της λίγα πράγματα κατάφερε να εξηγήσει μέσα από τους πανηγυρισμούς του. Ποια λογική χωρά όμως σε ένα τόσο απίστευτο γεγονός;
Στο μεσημεριανό χριστουγεννιάτικο τραπέζι κάθισε σοβαρός, με τον Ρεξ δίπλα του, επέμενε σ’ αυτό και η μαμά δεν του χάλασε χατίρι, όπως ταιριάζει σε έναν μεγάλο κυνηγό. Εφαγε την ψητή του μπεκάτσα, την πρώτη δική του μπεκάτσα ως κυνηγός, που την έστειλε ο μπαμπάς του από τη Φινλανδία.
 
Ο παππούς και η μαμά έφαγαν τη γαλοπούλα τους και άκουσαν για εικοστή φορά, πριν φτάσει η ώρα του γλυκού, τον μεγάλο κυνηγό να διηγείται τα κατορθώματά του. Το πώς κατάφερε και έπιασε με τα χέρια την μπεκάτσα του. Την μπεκάτσα των Χριστουγέννων.
 
Θωμάς Μπατσέλας
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Θωμάς Μπατσέλας
 
 

 

demobanner

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ