Αρχική » Grid with Sidebar » Το ενδοξο τελος μιας αδοξης μπεκατσοχρονιας

Το ενδοξο τελος μιας αδοξης μπεκατσοχρονιας

by iHunt

SVESTONOF
Πρώτη Μαρτίου 2014. Το πρώτο Σάββατο χωρίς κυνήγι για φέτος. Τα κυνηγετικά ρούχα πήραν τον δρόμο τους για το πλυντήριο και την εξάμηνη αποθήκευση. Το όπλο θα καθαριστεί άμεσα μέσα στο τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας και ίσως ξαναβγεί μία φορά στον σκοπευτικό αγώνα του Συλλόγου αργότερα την άνοιξη, μέχρι τις 20 Αυγούστου όπου αν όλα πάνε καλά θα ξαναβγούμε επίσημα. Μόλις φτιάξει ο καιρός θα γίνει και ένα καλό πλύσιμο στο αυτοκίνητο, σύντομα θα έχουν καταναλωθεί και τα λίγα για φέτος θηράματα συνοδεία παρέας και κρασιού.
 
Και μετά θα μείνουν μόνο οι στιγμές. Οι στιγμές που μετατρέπονται σε αναμνήσεις και η αξία τους θα αναμετρηθεί αλύπητα με τον χρόνο για να αναδείξει τις καλύτερες, αυτές που θα μείνουν αξέχαστες μια ζωή και γιατί όχι, θα άξιζε να γραφτούν και στο χαρτί.
 
Αν και δύσκολο να πει κάποιος από τώρα ποιες στιγμές από την περασμένη κυνηγετική περίοδο θα μείνουν πιο έντονα χαραγμένες στη μνήμη του, προσωπικά, με σχετική βεβαιότητα πιστεύω πως το κλείσιμο της χρονιάς, ένα κυνήγι μπεκάτσας δυόμιση ωρών, την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου δηλαδή, πολύ δύσκολα θα το ξεχάσω και ας είχε ως αποτέλεσμα «μόνο» μία μπεκάτσα.
 
Ο λόγος απλός. Οι μπεκάτσες φέτος δεν μας έκαναν την τιμή να έρθουν και να πιάσουν στην περιοχή και με εξαίρεση τον Δεκέμβριο που η παρέα, δύο κυνηγοί και ένας σκύλος, έκανε μέσο όρο ενάμισι πουλί ανά έξοδο, η χρονιά ήταν μακράν η πιο απογοητευτική από πλευράς συναντήσεων από το 2008 που παρατήσαμε τα καρτέρια και γίναμε «φερματζήδες». Την έλλειψη πουλιών έκανε ακόμη πιο έντονη ο θερμός και στεγνός σχετικά χειμώνας, που δεν κράτησε ούτε στα 1000 μ. χιόνι για πάνω από μια μέρα.
 
Πολυπόθητες, μοναχικές κυρίες…
 
Με την αλλαγή της χρονιάς, μοιραζόμουν με κάποιους φίλους τα στατιστικά μας και με 17 μπεκάτσες απολογισμό έως 31 Δεκέμβρη, θεωρούσα βέβαιο πως αν και η χρονιά ήταν η χειρότερη, θα φτάναμε σίγουρα τις περσινές 22 που ήταν ο μικρότερος απολογισμός της σύντομης μπεκατσοκαριέρας μας. Τα νούμερα όχι σαν αυτοσκοπός, αλλά ως ένδειξη της συχνότητας συναντήσεων με τις πολυπόθητες μοναχικές κυρίες του δάσους.
 
 
Με λίγο ψάξιμο και σε λίγο κρατώ το καφέ πουλί με τη μακριά μύτη, αυτό το θαύμα της φύσης, που είχα πιστέψει πως θα χρειαζόταν άλλους οχτώ μήνες να το ξαναπιάσω.
 
Τελικά, αν και κάναμε καμιά 15αριά εξόδους Γενάρη και Φλεβάρη, μέχρι τις 27/2 δεν καταφέραμε να βάλουμε στον σάκο ούτε ένα πουλί! Τις μισές μέρες δεν σηκώσαμε τίποτα ενώ τις άλλες μισές μόλις δύο πουλιά μας έδωσαν δυνατότητα οριακής βολής αλλά αστοχήσαμε. Οφείλω βέβαια εδώ να σημειώσω πως λόγω του άκρως πιεσμένου χρόνου, οι έξοδοι πιεζόντουσαν ανάλογα σε ένα δίωρο οι περισσότερες και σε πολύ κοντινές αποστάσεις από την πόλη για να μη χάνουμε χρόνο στα οδοιπορικά. Φυσικό και επόμενο δηλαδή σε κάποιο βαθμό το ότι δε βρίσκαμε πουλιά, αν και πέρυσι το Φλεβάρη τουλάχιστον, με τις ίδιες πάνω-κάτω επιλογές, είχαμε σαφώς καλύτερα αποτελέσματα.
 
Το βασικό συμπέρασμα ήταν πως από τον Γενάρη και μετά στην περιοχή δεν μετακινήθηκαν νέα πουλιά, όχι τουλάχιστον στις περιοχές που κυνηγούσαμε και ακόμη και τα ελάχιστα πουλιά που είχαν έρθει στα περάσματα είχαν εξαφανιστεί.
 
 
Ολα είχαν δουλέψει σωστά, με πρώτο και καλύτερο το Μπακ που ξαφνικά ζωντάνεψε και όργωσε τα πυκνά όπως έκανε τον καλό καιρό.
 
Τις προηγούμενες χρονιές, αν και δεν πέφταμε κάτω από 10 εξόδους τον μήνα για μπεκάτσες, θα κάναμε και μερικές εξόδους για παπιά όταν ο καιρός ήταν αγριεμένος, ή για τσίχλες περπατητό και καρτέρι. Φέτος όμως, για τα παπιά καιρό δεν έκανε ποτέ, ενώ οι τσίχλες αν και κάνανε ένα από τα μεγαλύτερα περάσματα των τελευταίων ετών τον Οκτώβριο, μετά εξαφανίστηκαν με αποτέλεσμα να μην αποτελούν επιλογή.
 
Με δεδομένα τα παραπάνω και για να ρίξουμε και καμιά ντουφεκιά που δεν είχαμε πατήσει σκανδάλη για κάνα μήνα επί της ουσίας, πήγαμε δυο-τρεις φορές για καρακάξες στην κούρνια, για να διαπιστώσουμε για ακόμη μία φορά την πονηριά και την εξυπνάδα τους και να καταφέρουμε ελάχιστες, 2-3 από δαύτες, ενώ υπήρχανε πολλές.
 
Στην φτωχή λοιπόν αυτή χρονιά με τον ζεστό και ξηρό χειμώνα, εκτός της γενικότερης κατάστασης που βιώνουμε όλοι, ήρθαν να προστεθούν στο ενεργητικό μας μία κατάρρευση του σκύλου ανήμερα Χριστουγέννων, η κατακόρυφη αύξηση των οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων και οι ιώσεις οι «οικογενειακές» που διήρκεσαν από τέλη Γενάρη έως το τέλος της περιόδου. «Τσουνάμι» με λίγα λόγια.
 
Την κατάρρευση του Μπακ στο κυνήγι την απέδωσα εκείνη την ώρα σε φόλα λόγω απειρίας σε τέτοια φαινόμενα. Ο σκύλος ευτυχώς επανήλθε αλλά ταλαιπωρήθηκε στη συνέχεια και από ένα πρόβλημα στο πεπτικό, με αποτέλεσμα να πέσει αισθητά η απόδοσή του. Αυτό με τη σειρά του προκάλεσε τόσο ανησυχία και έγνοια για την υγεία του, όσο και περαιτέρω απογοήτευση για τα κυνηγετικά σε μας. Την αγωγή του την πήρε και ανέκαμψε, όμως η απόδοση παρέμεινε πεσμένη, καμία σχέση με τον Δεκέμβρη που ήταν ίσως ο καλύτερος μήνας του μέχρι τώρα.
 
Ετσι, έφτασα παραμονές της λήξης του κυνηγιού, χωρίς να έχω εξασφαλίσει πως θα κυνηγήσω την τελευταία μέρα, να σκέφτομαι πως για δυο μήνες κυνηγήσαμε αποκλειστικά και μόνο από πείσμα και πίστη στις μπεκάτσες και τον σκύλο μου. Και τούτο διότι με δεδομένο το γεγονός πως οι απογοητεύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, σε περίοδο μάλιστα που όλα είχαν δυσκολέψει, και με τον σκύλο να έχει θέμα, μόνο «χαζός» μπορεί να είσαι για να επιμένεις να πηγαίνεις για μπεκάτσες, όταν ξέρεις εκ των προτέρων πως οι πιθανότητες είναι ισχυρά εναντίον σου.
 
Τελευταία μέρα
 
Στις 27 του Φλεβάρη, συναντήθηκα με έναν καλό φίλο, τον Κώστα, ο οποίος ξενιτεύτηκε εδώ και λίγα χρόνια και δεν έχουμε την ευκαιρία να κυνηγάμε μαζί όσο θα θέλαμε. Θα καθόταν μία μέρα ακόμη στα πάτρια, είχε πάρει και καινούργια καραμπίνα και ήθελε να βγει στο βουνό, οπότε το ραντεβού κλείστηκε για το μεσημέρι της τελευταίας μέρας, με την προϋπόθεση να μην έχουμε κάποια ανατροπή από το μέτωπο των ιώσεων στο σπίτι.
 
Ευτυχώς, ιώσεις και οικογένεια έδειξαν κατανόηση, και κατά τις 15.30 ξεκίνησα να βρεθώ με τον Κώστα, να πάρουμε τον σκύλο και να βγούμε την τελευταία μας έξοδο για τη φετινή κυνηγετική περίοδο.
 
Η μέρα είχε μεγαλώσει αισθητά, οπότε ξεκινώντας το κυνήγι κατά τις τέσσερις παρά, είχαμε περίπου δυόμισι ώρες μπροστά μας μπας και βρούμε καμία από αυτές τις άτιμες που είχαμε κάνει μαύρα μάτια να τις δούμε.
 
Στην αρχή ο Μπακ έδειξε πως δεν θα άλλαζε τίποτα την τελευταία μέρα και η απόδοσή του παρέμεινε πεσμένη κάτω από το μισό, όπως έγινε τους δύο τελευταίους μήνες. Την πρώτη ώρα δηλαδή παρέμενε αρκετά κοντά μας χωρίς διάθεση για έρευνα και μόνο σε ένα σημείο βρήκε ντορό και απομακρύνθηκε αλλά χωρίς ορατό αποτέλεσμα.
 
Κάπου εκεί αρχίζει και το ψιλόβροχο και θεωρώντας βέβαιο το ότι δεν θα αλλάξει κάτι στη συνέχεια, αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς μία διαδρομή με μερικά ιδιαίτερα πυκνά κομμάτια με γαύρο, την οποία γνωρίζουμε καλά κυνηγός και σκύλος, μήπως και άλλαζε λίγο η τύχη μας. Η επιλογή αποδείχτηκε σύντομα καλή και στο πρώτο πυκνό κομμάτι ο Μπακ πιάνει ντορό και χάνεται. Ακολουθούμε κι εμείς μέσα στο μονοπάτι αλλά ενώ ήταν προφανές πως η μπεκάτσα ήταν κάπου εκεί, δεν έκατσε καθόλου σε φέρμα και το κουδουνάκι ελάχιστα σταματούσε και αμέσως ξανάπαιρνε μπρος χωρίς εμείς να δούμε ή να ακούσουμε τίποτα.
 
Τελικά, μετά από κάνα δεκάλεπτο έντονου κυνηγητού της μπεκάτσας, ο Μπακ την έχασε κάπου μακριά μας και επέστρεψε στο μονοπάτι. Εκεί, δεν πρόλαβε να κάνει δέκα μέτρα και τον βλέπω ξαφνικά να γυρνά το κεφάλι του δεξιά και να καρφώνεται, δίνοντας μας την εικόνα για την οποία όσοι κάνουν αυτό το κυνήγι, δίνουν τα πάντα για να τη ζήσουν.
 
Ο Κώστας πίσω μου τον βλέπει κι αυτός αλλά άλλος τρόπος να πλησιάσει στο πουλί πέραν από το μονοπάτι δεν υπήρχε λόγω πυκνούρας και έτσι έμεινε αναγκαστικά πίσω. Εγώ προχωρώ βιαστικά να περάσω ένα μοναδικό πουρνάρι που είχα στα δεξιά μου και μου έκοβε το οπτικό πεδίο για να βρεθώ δίπλα στο Μπακ, τα πυκνά γαύρα και τη μπεκάτσα.
 
Μόλις πέρασα το δύσκολο σημείο ακούω το δυνατό φτεροκόπημα και σχεδόν αμέσως τη βλέπω να παίρνει πορεία δεξιά αλλά όχι αντίθετα από μένα. Δεν είχε βγει ακόμη από τα κλαδιά όταν σταμάτησε με την πρώτη στην ενστικτώδη ντουφεκιά σε απόσταση κάπου στα δέκα μέτρα. Ο Κώστας αν και γουρουνοκυνηγός κατά βάση, έμπειρος και στις μπεκάτσες φωνάζει «δεν έφυγε», γιατί ξέρει πως σε αυτές τις περιπτώσεις με τις μπηχτές ντουφεκιές, τις μισές φορές μένουμε με την απορία αν έπεσε ή όχι το πουλί. Εγώ βέβαια την είχα δει, όχι απλώς να πέφτει, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που ήμουν και βέβαιος πως από κει που έπεσε δε θα πήγαινε πουθενά.
 
Ο Μπακ τη βρίσκει με λίγο ψάξιμο και σε λίγο κρατώ το καφέ πουλί με τη μακριά μύτη, αυτό το θαύμα της φύσης, που είχα πιστέψει πως θα χρειαζόταν άλλους οχτώ μήνες να το ξαναπιάσω στα χέρια μου και χαμογελάω σαν χαζός μες στο δάσος.
 
Πόσα μπορεί να πάρει ο κυνηγός από το κυνήγι; Και πόσα είναι ανοιχτός να τα κατανοήσει, να τα ζήσει, να τα δει; Ναι, θα ήθελα να έχει και ο Κώστας μία τουλάχιστον ευκαιρία, πόσο μάλλον που είχε και καινούριο ντουφέκι. Όμως εκείνη τη στιγμή, που ακόμη δεν είχε τελειώσει το κυνήγι, ήταν η δική μου στιγμή που δεν αναιρούσε καθόλου το ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και άλλα ευχάριστα μπροστά μας. Το δικό μου κομμάτι είχε κλείσει. Εφτανε αυτή η μαγική στιγμή για να ξεχάσω, έστω για δευτερόλεπτα οτιδήποτε και να μεθύσω στο ψιλόβροχο γονατισμένος με τη μπεκάτσα στο χέρι και να παίζω με το Μπακ που προσπαθούσε να μου την αρπάξει μέσα στα γαύρα τα πυκνά. Και ο Κώστας φυσικά που γνώριζε καλά όλα αυτά τα συναισθήματα, δεν τα άφησε να περάσουν έτσι, αλλά τα κράτησε όσο μπορεί να τα κρατήσει ένα κινητό και σαν εικόνες, για να βοηθάμε τη μνήμη όταν αρχίσει να ξεθωριάζει και να μπορούμε πάντα να θυμόμαστε τα ωραία.
 
Υποπτη πλαγιά
 
Ολα είχαν δουλέψει σωστά, με πρώτο και καλύτερο το Μπακ που ξαφνικά ζωντάνεψε και όργωσε τα πυκνά όπως έκανε τον καλό καιρό. Ανατράπηκαν έτσι μεμιάς όλα τα αρνητικά συναισθήματα που κυριαρχούσαν και πρώτη και καλύτερη η απογοήτευση για την υγεία και την απόδοση του.
 
Η συνέχεια ήταν ανάλογη και φτάσαμε να «χάσουμε» το σκύλο για κάνα τέταρτο, ο οποίος πιάστηκε σε μία ύποπτη πλαγιά που πάντα κρατά πουλιά αλλά ποτέ δε μπορούμε να τους βάλουμε χέρι λόγω αδιαπέραστης βλάστησης. Πήραμε το δρόμο για το αυτοκίνητο και το τελευταίο δεκάλεπτο διαδρομής ήταν πάλι ένα μικρό μονοπάτι μέσα στα πυκνά γαύρα. Ο Μπακ έψαχνε ασταμάτητα πάνω και κάτω από το μονοπάτι και σε μία από τις ελάχιστες «αναφορές» του, ξαναφερμάρει μπροστά μας. Το μέρος πολύ δύσκολο, είχε μόνο ένα άνοιγμα λίγο πιο μπροστά, τρέχω να το καλύψω και περιμένουμε.
 
Η φέρμα έσπασε, το σκυλί έφαγε τον τόπο στην κυριολεξία αλλά ενώ φάνηκε να βρίσκει το πουλί, εμείς λόγω κακής θέσης δεν είδαμε και δεν ακούσαμε τελικά τίποτα. Βγαίνουμε σε ένα καθαρό λιβαδάκι και με το που ανεβαίνει ο μπακ στην πλαγιά ξανασταματά το κουδουνάκι του, ένδειξη φέρμας. Περιμένω λίγο εκεί και όταν βλέπω πως ο Κώστας έχει βγει τελείως από το πυκνό και μπορεί να καλύψει το μέρος, ξεκινώ να βγω από την άλλη, καμιά διακοσαριά μέτρα απόσταση, να μη μας φύγει από κει. Η μπεκάτσα λες και κατάλαβε τις σκέψεις μας, πετάχτηκε με θόρυβο μόλις είχα ξεκινήσει. Ο Κώστας την είδε να φεύγει αλλά την είχε μακριά, ενώ εγώ έμεινα στον ήχο του φτεροκοπήματος και του?στόματος, αυτόν το χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι μπεκάτσες σε ένδειξη ενόχλησης από τα σκυλιά που δεν τις αφήνουν σε ησυχία.
 
Τελικά δεν την ξαναβρήκαμε μιας και αμέσως μετά το σήκωμα χάθηκε από το οπτικό πεδίο του Κώστα και στο συγκεκριμένο μέρος είχε πολλές επιλογές για την προσγείωσή της, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν απρόσιτες. Ούτε μπορέσαμε να διαπιστώσουμε αν επρόκειτο για το ίδιο πουλί που είχε φερμαριστεί λίγο πριν στο μονοπάτι ή αν ήταν δεύτερη μπεκάτσα σε απόσταση καμιά 200αριά μέτρα από την πρώτη.
 
Παράξενη χρονιά
 
Το κλείσιμο στο αυτοκίνητο, με λίγο καφέ και κάνα δεκάλεπτο κουβέντα να ξαποστάσουμε ενώ πλησίαζε το σούρουπο και μαζί με αυτό το τέλος της κυνηγετικής περιόδου 2013-2014, η οποία αν μη τι άλλο ήταν η πιο παράξενη κυνηγετική χρονιά που έζησα. Αμφότεροι έπρεπε να επιστρέψουμε στις οικογένειές μας. Ο Κώστας είχε και
ταξίδι 200 χμ μπροστά του.
 
Η καμινάδα από την ταβέρνα απέναντι μας καλούσε για φαΐ και πιοτό, όπως της πρέπει της λήξης, είτε ένδοξης είτε άδοξης. Είχαμε όμως ήδη εξαντλήσει τα όρια και τα περιθώρια των οικογενειών μας και μείναμε με την επιθυμία και την υπόσχεση του χρόνου τουλάχιστον να το προσπαθήσουμε ?και του χρόνου να ‘μαστε καλά!
 
Αλέξανδρος Γκάσιος
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Χάρης Γκίκας, Αλέξανδρος Γκάσιος
 

demobanner

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ