3,6K
Η κοινή τσίχλα ή κελαηδότσιχλα (Turdus philomelos) όσο μικρή είναι, τόσο σημαντική έχει γίνει για τη θήρα στη Νότια Ευρώπη και ακόμα σημαντικότερη για τη θηραματική οικονομία – αρκεί βέβαια να βρίσκεται σε αφθονία.
Η τσίχλα έχει ευρεία χωροχρονική εξάπλωση στους κυνηγοτόπους μας και η θήρευσή της δε χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία, οργάνωση και συνδρομή σκύλου. Σε περιοχές και μήνες χωρίς ικανοποιητικούς πληθυσμούς επιδημητικών και άλλων θηραμάτων, αποτελεί την ελπίδα των κυνηγών, αλλά και των κυνηγετικών καταστημάτων. Συνεπώς η μειωμένη αφθονία της τσίχλας αποτελεί αιτία απογοήτευσης, ακόμα και ερωτημάτων για την πληθυσμιακή κατάσταση των θηραμάτων μας. Τι λένε όμως τα στοιχεία;
Στην Ευρώπη, ο αναπαραγόμενος πληθυσμός εκτιμάται σε 49-77 εκατομμύρια ώριμα άτομα κελαϊδότσιχλας (BirdLife International 2015). Η Ευρώπη καλύπτει το 65% της παγκόσμιας εξάπλωσης του είδους, οπότε μια προκαταρκτική εκτίμηση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι της τάξης των 75.000.000-118.000.000 αναπαραγόμενων ατόμων.
Σε έρευνα στη Χαλκιδική που συνέβαλα σε συνεργασία με συναδέλφους από την Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας – Θράκης βρήκαμε, ύστερα από την εξέταση 650 θηρευμένων τσιχλών, ότι η αναλογία ηλικιών είναι 2,5 ανήλικα άτομα ανά ενήλικο. Θεωρώντας ότι τα ενήλικα έχουν μεγαλύτερη ικανότητα διαφυγής, η πραγματική αναλογία εκτιμάται σε 2:1. Άρα ο παγκόσμιος πληθυσμός το φθινόπωρο εκτιμάται σε 210 έως 330 εκατομμύρια τσίχλες. H πληθυσμιακή τάση του είδους καταγράφεται ως σταθερή (BirdLife International 2018).
Στους κυνηγοτόπους της Ελλάδας, στοιχεία αφθονίας των τσιχλών μάς δίνει το γνωστό Πρόγραμμα Άρτεμις (Σχήμα), όπου φέτος κλείνει τα 25 έτη συλλογής δεδομένων. Σύμφωνα με αυτό, οι συναντηθήσες τσίχλες ανά κυνηγό και εξόρμηση κυμάνθηκαν από 16 άτομα το 2012-13 έως 40 άτομα το 2016-17. Δηλαδή το εύρος ανέρχεται σε 34 και δείχνει μια μεγάλη διακύμανση από έτος σε έτος, ενώ δε φαίνεται κάποια τάση μείωσης ή αύξησης της αφθονίας.
Η δριμύτητα του χειμώνα επηρεάζει εξίσου ή και περισσότερο την παρουσία των τσιχλών στην Ελλάδα, από ό,τι η ίδια η πληθυσμιακή κατάσταση. Με άλλα λόγια η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, δεν είναι ο πλέον κατάλληλος τόπος για να εξάγουμε εύκολα και ασφαλή συμπεράσματα για την πληθυσμιακή κατάσταση του μεταναστευτικού αυτού είδους. Η διερεύνηση της πληθυσμιακής κατάστασης και των παραγόντων που την επηρεάζουν απαιτεί επίπονη στατιστική ανάλυση στην οποία θα λαμβάνονται υπόψη οι κατάλληλες μεταβλητές.
Σχήμα. Δείκτες αφθονίας καλαηδότσιχλας από το πρόγραμμα Άρτεμις.
Παρατηρώντας το διάγραμμα σε συνδυασμό με τα μετεωρολογικά δεδομένα διαπιστώνουμε δύο κύρια γεγονότα. Πρώτον, οι δριμείς χειμώνες αυξάνουν την αφθονία. Γεγονός που παρατηρείται τις περιόδους 2004-05, 2011-12 και 2016-17, όχι όμως κατά τους επίσης ψυχρούς χειμώνες 1999-00 και 2001-02 (η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να οφείλεται στο πότε συμμετείχαν περισσότεροι Βορειοελλαδίτες ή Νοτιοελλαδίτες κυνηγοί, στις απαγορεύσεις λόγω ψύχους κ.λπ.). Αποδεικνύεται πάντως ότι η πτώση της θερμοκρασίας ωθεί μεγαλύτερο αριθμό τσιχλών να μετακινηθεί νοτιότερα προς στη χώρα μας, αλλά και εντός της χώρας, σε νότιες και παράλιες περιοχές όπου βρίσκονται περισσότεροι τσιχλοκυνηγοί.
Το δεύτερο που διαπιστώνεται είναι ότι τις χρονιές 2002-03 και 2012-13 η αφθονία των τσιχλών ήταν σοβαρά μειωμένη. Σε αυτό φαίνεται να συντελούν δύο παράγοντες: το ψύχος του προηγούμενου χειμώνα όπου προκάλεσε μεγαλύτερη θνησιμότητα, αλλά και στις περιοχές αναπαραγωγής οι θερμοκρασίες και βροχοπτώσεις της άνοιξης και του θέρους που προκαλούν επιπτώσεις στην αναπαραγωγή. Τον ψυχρό χειμώνα του 2002 ακολούθησε μια χαρακτηριστικά ψυχρή και βροχερή άνοιξη όπως δείχνουν τα μετεωρολογικά δεδομένα από τη βορειοανατολική Ευρώπη και ειδικά από την Ουκρανία (μια χώρα από την οποία έρχονται πολλές τσίχλες στη χώρα μας σύμφωνα με τις επανευρέσεις δακτυλιδιών). Στην έρευνα της Χαλκιδικής, την επόμενη κυνηγετική περίοδο 2002-03, διαπιστώθηκε μειωμένη αναλογία ανήλικων/ενήλικων ατόμων (1,79:1), αποδεικνύοντας την αποτυχία της αναπαραγωγής.
Η φτώχεια της φετινής κυνηγετικής χρονιάς θα πρέπει να αποδοθεί στις εξαιρετικά ήπιες θερμοκρασίες μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου. Τα κρύα του Γενάρη επίσης κατά παράδοξο τρόπο ήταν περισσότερο αισθητά με χιονοπτώσεις και παγετούς στη Νότιο Ελλάδα παρά στη Βόρεια. Θα έχει ενδιαφέρον λοιπόν φέτος να δούμε τι θα μας πουν οι δείκτες αφθονίας και κάρπωσης.
Η συμβολή των κυνηγών στη λήψη δεδομένων, όπως γίνεται με το πρόγραμμα Άρτεμις, είναι ανεκτίμητη για την παρακολούθηση και την ορθολογική διαχείριση των θηραμάτων μας. Όλοι οι κυνηγοί που συμμετέχουν αξίζουν το ευχαριστώ μας.
Του Δρος Χρήστου Σώκου