Αρχική » Grid with Sidebar » Το καλό γουρουνόσκυλο δεν αγοράζεται

Το καλό γουρουνόσκυλο δεν αγοράζεται

by iHunt

SVESTONOF
Θαρρώ πως ούτε και ο πιο ακραίος αντικυνηγός μπορεί να αμφισβητήσει τη στενή και πανάρχαια σχέση κυνηγού και σκύλου. Αλλωστε η παρουσία του σκύλου δίπλα στον κυνηγό είναι αποτυπωμένη σε άπειρα αρχαιολογικά αγγεία, σε μαρμάρινους σκαλιστούς αρχαίους πίνακες και αγάλματα, που σώζονται μέχρι σήμερα και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης.
 
Η ανεύρεση τροφής από την αρχαία εποχή ήταν το δυσκολότερο έργο για τον άνθρωπο. Το θήραμα ήταν αυτό που του πρόσφερε τις αναγκαίες πρωτεΐνες, ώστε να μπορεί να επιβιώσει. Ο άνθρωπος απέκτησε αξιόλογες γνώσεις για τον τρόπο κυνηγίου κάθε θηρεύσιμου είδους, εντοπίζοντας ολοένα και περισσότερο τις αδυναμίες αλλά και τις ικανότητες κάθε θηράματος. Ανέπτυξε τους προσφορότερους τρόπους ανεύρεσης και τα καταλληλότερα μέσα παγίδευσης και αντιμετώπισής του, ώστε να καταλήξει ευκολότερα στην κάρπωσή του.
 
Για τον σκοπό αυτόν, εξέλιξε σε βάθος χρόνου την αποδοτική εκπαίδευση και τη θηρευτική αξιοποίηση του σκύλου. Μέθοδο που μέχρι σήμερα αποτελεί αναπόσπαστο και αποφασιστικό στοιχείο για τη διεξαγωγή της κυνηγετικής δραστηριότητας. Συνδυάζοντας τις δυνατότητες του σκύλου με τις δικές του, κατόρθωσε να δημιουργήσει τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε η κάρπωση του θηράματος από τον άνθρωπο να γίνεται με μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας.
 
Πράγματι η σχέση σκύλου και ανθρώπου όχι μόνο διατηρήθηκε αναλλοίωτη ανά τους αιώνες, αλλά εξελίχθηκε σε μια συνεργασία και φιλία που σήμερα έχει έναν ουσιαστικό και πρωτεύοντα ρόλο σε ό,τι αφορά το ποιοτικό κυνήγι. Είναι σαφές ότι το κυνήγι ως δραστηριότητα είναι ένα τεράστιο ερευνητικό εργαστήριο, το οποίο δίνει απεριόριστη ελευθερία επιλογών στον ερευνητή, ώστε να πετύχει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
 
Ο κυνηγός όλα αυτά τα χρόνια μέσα από πολύχρονες προσπάθειες, δοκιμάζοντας διαφορετικές φυλές σκύλων, σύμφωνα πάντα με τις απαιτήσεις και τις ιδιομορφίες του κάθε θηράματος, προέβη σε πολλές διασταυρώσεις, φτάνοντας σε αυτό που βιώνουμε όλοι σήμερα. Μέσα από αυτήν την επίπονη πολυετή διαδικασία αξιολογώντας τις δυνατότητες και τις επιλογές, κατόρθωσε να ξεχωρίσει και να κατατάξει τους σκύλους σε κατηγορίες ανάλογα με την ενστικτώδη προτίμησή τους στα διάφορα θηράματα.
 
Το σπουδαιότερο, εξασφαλίζεται με απόλυτη επιτυχία η δημιουργία απογόνων με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά των γονιών. Με αυτόν τον τρόπο φτάσαμε σήμερα να έχουμε έναν γενικό διαχωρισμό των κυνηγετικών σκύλων, στους σκύλους φέρμας, ιδανικούς συνεργάτες για το κυνήγι των φτερωτών, τους σκύλους ιχνηλάτες ιδανικούς στην ανεύρεση των τριχωτών θηραμάτων και τέλος τους σκύλους στάμπας αυτούς που υποδεικνύουν με το χαρακτηριστικό τους γάβγισμα τον κρυψώνα του θηράματος.
 
Μεράκι & υπομονή
 
Σήμερα ο κυνηγός έχει την πολυτέλεια να διαλέξει και να αποκτήσει σκύλο ανάλογα με την προτίμηση του θηράματος που επέλεξε, χάρη στο μεράκι, την υπομονή, την επιμονή και την αγάπη που κάποιοι συνάδελφοι έδειξαν όλες τις προηγούμενες γενιές. Μια προσπάθεια που δεν πρέπει να σταματήσει ποτέ, όπως η ροή του νερού από την πηγή, για να μπορεί να διατηρηθεί διαχρονικά η συνεργασία κυνηγού και σκύλου. Αλλά και για να εξελιχθεί ακόμη περισσότερο.
 
Ολα τα κυνηγετικά μου χρόνια έχουν αποκλειστική σχέση με το κυνήγι του αγριόχοιρου, γι’ αυτό θα αναφερθώ στα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες ενός γουρουνόσκυλου. Ενα θέμα πολυσυζητημένο με πάρα πολλές διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις στα στέκια των γουρουνοκυνηγών. Αντλησα και επεξεργάστηκα τις απόψεις μου με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, μέσα από την προσωπική δεξαμενή εμπειριών που μου χάρισε το κυνήγι εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Μπορώ να καταθέσω, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, ότι ο ορισμός «ιδανικό γουρουνόσκυλο που μπορεί να ικανοποιήσει όλους τους γουρουνοκυνηγούς δεν υφίσταται». Ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός. Υπάρχουν συνάδελφοι που θέλουν σκύλους με μεγάλη και πιεστική καταδίωξη. Αλλοι θέλουν σκύλους με μικρή καταδίωξη και άμεση επιστροφή. Αλλοι σκύλους που δραστηριοποιούνται μόνο στον φρέσκο ντορό, κάποιοι άλλοι με ιδιαίτερη προτίμηση και στον παλιό ντορό.
 
Υπάρχουν και αυτοί που προτιμούν σκύλους στάμπας μεγάλης διάρκειας. Ολα αυτά μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν, άρα ενισχύεται η προαναφερθείσα άποψή μου σε ό,τι αφορά τον όρο ιδανικό γουρουνόσκυλο. Αυτό όμως που θα ήθελαν ανεξαιρέτως όλοι οι γουρουνοκυνηγοί, είναι η δυνατότητα αντικατάστασης όταν κάποια στιγμή λόγω γήρατος ή άλλης αιτίας χάσουν τον εξαιρετικό τους τετράποδο συνεργάτη με άλλον, που θα διαθέτει τα ίδια προσόντα και χαρακτηριστικά.
 
Είναι το επίμαχο σημείο που πάρα πολύ συνάδελφοι ή δεν το γνωρίζουν απλά το αγνοούν συνειδητά. Για να υπάρξει ισάξιος αντικαταστάτης ενός γουρουνόσκυλου, θα πρέπει καταρχάς να είναι απόγονός του. Είναι γεγονός ότι, για να υπάρξει απόγονος με τα ίδια ακριβώς κυνηγετικά χαρακτηριστικά, θα πρέπει να έχει σε ποσοστό 100% τα ίδια αίματα.
 
Η παράμετρος αυτή μας οδηγεί στην υποχρεωτική καθαροαιμία των γονέων, εφόσον επιθυμούμε σε περίπτωση αντικατάστασης να έχουμε καινούργιο συνεργάτη με τα ίδια κυνηγετικά χαρακτηριστικά. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι όλοι θέλουμε την καθαροαιμία που όμως για τους λόγους που προανέφερα δεν την εφαρμόζουμε.
 
Ας δούμε όμως αυτή τη σχέση σε ό,τι αφορά τον τρόπο συνεργασίας κυνηγού και σκύλου. Δυστυχώς, παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της αγοράς έτοιμου σκύλου από έναν πολύ μεγάλο αριθμό κυνηγών. Μια πράξη που υποβαθμίζει και απαξιώνει την υπέροχη δραστηριότητα του κυνηγιού.
 
Η απαξίωση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν διαπιστώνεται από σχετική έρευνα ότι η μεγάλη πλειοψηφία για την αγορά σκύλων προέρχεται από την Τουρκία και τη Βουλγαρία και μάλιστα ημίαιμων άγνωστων φυλών. Εάν αναλογιστούμε το πολύ μικρό ποσοστό των αξιόλογων γουρουνόσκυλων που προκύπτει από όλη αυτή τη διαδικασία και υπολογίσουμε τα υπέρογκα ποσά που δαπανώνται για την απόκτησή τους, τότε πραγματικά η υποβάθμιση του Ελληνα κυνηγού φαίνεται ότι δεν έχει μέτρο.
 
Εχοντας υπόψη όλες τις παραπάνω παραμέτρους, πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί άραγε να δαπανώνται άσκοπα τόσο μεγάλα χρηματικά ποσά για την απόκτηση έτοιμου γουρουνόσκυλου, αντί της αγοράς κουταβιού που θα μπορεί να επιλέγει από την κατάλληλη φυλή και να εκπαιδευτεί με βάση τις ανάγκες της συγκεκριμένης ομάδας;
 
Κατέληξα σε τρία συμπεράσματα: Το πρώτο, σοβαρό και ανησυχητικό είναι ο ανελέητος και απαράδεκτος ανταγωνισμός των ομάδων μεταξύ τους ως προς τον αριθμό των καρπωθέντων θηραμάτων σε κάθε κυνηγετική περίοδο. Αυτό οδηγεί ορισμένους κυνηγούς στη λύση του έτοιμου γουρουνόσκυλου, για να μη χάσουν δήθεν πολύτιμο χρόνο και, μειονεκτήσουν σε κάρπωση έναντι των άλλων κυνηγών των άλλων ομάδων.
 
Η εκπαίδευση…
 
Πρόκειται για νοσηρό φαινόμενο, αφού η ανταγωνιστικότητα δεν έχει σχέση με την ευγενή άμιλλα που διέπει δεοντολογικά το κυνήγι. Συνιστά όμως μια θλιβερή αντιπαλότητα που απευθύνεται σε κατώτερα, καθαρά εγωιστικά, ένστικτα, που βλάπτουν το θήραμα και τη θήρα και διαβρώνουν τον χαρακτήρα όσων ενδίδουν σ’ αυτά.
 
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ορισμένοι κυνηγοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η εκπαίδευση ενός κουταβιού αποτελεί ταυτόχρονα και την καλύτερη δοκιμασία για την εκπαίδευση του κυνηγού. Χρειάζονται χρόνος, κόπος, μεράκι και υπομονή, στοιχεία απαραίτητα για κάθε κυνηγό.
 
 
Η έλλειψη αυτών των χαρακτηριστικών οδηγεί στην αγορά έτοιμου σκύλου, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος δεν είναι έτοιμος ως κυνηγός. Αποφεύγει συνειδητά τον κόπο, την προσπάθεια, την έρευνα και τη μάθηση, χρησιμοποιώντας μεθόδους που τον υποβιβάζουν και αγνοούν την κυνηγετική παράδοση. Τέλος, το τρίτο συμπέρασμα για την αγορά έτοιμου σκύλου αφορά κάποιους ηλικιωμένους κυνηγούς, που αισθάνονται ότι δεν έχουν το κουράγιο και την αντοχή να μπουν στη διαδικασία εκπαίδευσης κουταβιών.
 
Κι όμως, τέτοιοι κυνηγοί αποδεικνύονται οι καταλληλότεροι να βάλουν το κουτάβι στα πρώτα του βήματα, αφού έχουν περισσότερο χρόνο και υπομονή από τους νεότερους. Οσον αφορά το έλλειμμά τους σε σωματική αντοχή μπορεί εύκολα να αναπληρωθεί με τη συνεπικουρία άλλων μελών της ομάδας. Εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο ούτε σωστό κάθε μέλος της ομάδας να έχει και τον δικό του σκύλο.
 
Από τα παραπάνω εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι δεν είμαι υπέρ της αγοράς έτοιμου γουρουνόσκυλου και προτιμώ την εκπαίδευση κουταβιών. Το κουτάβι δεν το επιλέγουμε τυχαία, αλλά θα πρέπει πρώτα να κατασταλάξουμε στις απαιτήσεις που έχουμε από τον σκύλο.
 
Υπάρχουν σκύλοι μεγάλης ή μικρότερης καταδίωξης, σκύλοι με ισχυρή όσφρηση αέρα ή εδάφους, υπάρχουν άριστοι ιχνηλάτες και σκύλοι στάμπας ή σκύλοι που συνδυάζουν δύο ή και περισσότερες ικανότητες ταυτόχρονα. Εδώ επιβάλλεται να αποφασισθεί εκ των προτέρων πού θα ρίξουμε το βάρος μας. Επίσης πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας αν θέλουμε απογόνους του ίδιου σκύλου ή μας ενδιαφέρει μόνο για μια δεκαετία.
 
Ολα αυτά τα στοιχεία είναι απαραίτητο να έχουν ληφθεί υπόψη, για να μη χαθεί άσκοπα χρόνος εκπαίδευσης χωρίς αποτέλεσμα.
 
Δημήτρη Ευμοιρίδης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Χάρης Γκίκας
 

demobanner

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ