914
Ο Πέτρος άφησε την Ηπειρο για τη συμπρωτεύουσα πριν από δεκαπέντε χρόνια. Αρχικά για σπουδές και στη συνέχεια για ένα καλύτερο μέλλον… Δουλειά βρήκε μάλλον καλύτερη απ’ ό,τι αν έμενε στη γενέτειρά του.
Εκείνο που δεν βρήκε όμως ήταν μια παρέα γουρουνάδων σαν αυτήν που άφησε στα πάτρια εδάφη. Κυνηγοί έμπειροι που τους ήξερε όλους από παιδί όταν τον έπαιρνε ο πατέρας του για παγάνες και ανησυχούσε η μάνα του στο σπίτι.
Με λίγο πείσμα κατάφερε να πάρει ένα κούρτσχααρ να πηγαίνει για μπεκάτσα και σπανιότερα για καμιά πέρδικα. Αλλά για γουρούνια, σπάνια. Μόνο όταν τύχαινε καμιά φορά να πάει στο χωριό με την παλιοπαρέα.
Στη συμπρωτεύουσα έπιασε εύκολα γνωριμίες με κυνηγούς μέσα στους οποίους βρήκε και δύο που γνώριζαν κάποιους εμπόρους κυνηγόσκυλων.
Η παρέα του πατέρα του το 2008 ξέμεινε από σκυλιά, όταν ένα μεγάλο καπρί μεμιάς κατάφερε τα τρία καλύτερα από αυτά, και μάλιστα αρχές Δεκέμβρη, στην καρδιά της σεζόν. Ετσι, όταν το ‘μαθε, έψαξε και βρήκε τους γνωστούς του που πουλούσαν σκυλιά… Αν και η κρίση δεν είχε πιάσει ακόμη, του φάνηκαν πολλά τα πέντε χιλιάρικα που ζήτησαν και οι δύο λες και ήταν συνεννοημένοι.
Οι κυνηγοί της παρέας ήρθαν από τα Γιάννενα και πήραν τα σκυλιά χωριστά για δοκιμή. Κανείς όμως δεν ρίσκαρε πολλές εξόδους για δοκιμή με τόσα λεφτά και έτσι, μετά την τρίτη-τέταρτη έξοδο, αφού τα σκυλιά δεν μπόρεσαν να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους, επιστράφηκαν στους εμπόρους. Η αλήθεια ήταν πως αυτήν τη δουλειά ο
Πέτρος δεν την είχε ξανακάνει… κι εκεί που σκεφτότανε τρόπους να κρατήσει έστω την επαφή με την παρέα, ήρθαν οι αποτυχημένες απόπειρες με τα ακριβά σκυλιά και απογοητεύτηκε. Ο καιρός πέρασε, η παρέα ξανάκανε σκυλιά, αλλά αυτός το ‘χε βάρος που δεν τους βρήκε καλά σκυλιά όταν χρειάστηκε…
Αυτός ήταν ο μεγάλος φόβος του Πέτρου. Τρίτη φορά να βγει σκάρτο το σκυλί δεν θα ήταν και το καλύτερο, γιατί είχε καταλάβει πως η παρέα δεν θα είχε και πολλή υπομονή με το «τζάμπα» κουτάβι.
Σπάνιο & αξιέπαινο…
Το καλοκαίρι, ο Κώστας, ένας φίλος από την Ημαθία, γουρουνοκυνηγός από τους καλούς, που είχε γνωρίσει στις μπεκάτσες και είχαν γίνει κολλητοί, του είπε πως είχε ένα κουτάβι για την παρέα του. Είχαν μιλήσει και παλιότερα, αλλά σκυλί διαθέσιμο δεν υπήρχε τότε για δόσιμο… Η παρέα του Κώστα κρατούσε δικές της γέννες και ποτέ δεν αγόραζε και δεν πουλούσε σκυλιά, πράγμα σπάνιο και αξιέπαινο.
Αναθάρρησε ο Πέτρος και μίλησε αμέσως στον πατέρα του για να κανονίσουν τα διαδικαστικά. Το μόνο παράξενο της υπόθεσης ήταν πως το κουτάβι το δίνανε τζάμπα. Οι άλλοι κυνηγοί της παρέας, έμπειροι στα γουρουνόσκυλα και με την ανάλογη καχυποψία, δεν έδωσαν και πολύ βάση στα νέα «γιατί καλό και τζάμπα δεν γίνεται». Παρά τις επίμονες κλήσεις του Πέτρου, κανείς από την παρέα δεν έλεγε να ξεκινήσει για να πάρει το σκυλί, και το πράγμα έδειχνε να ακυρώνεται πριν ακόμη το δοκιμάσουν. Οι φίλοι από την παρέα του Κώστα άρχισαν, με το δίκιο τους, να αγανακτούν και, όταν έφτασε κοντά ένας μήνας από τότε που του είχαν πει πως είχαν ένα σκυλί γι’ αυτόν, άρχισαν εύλογα να ενοχλούνται και ήταν έτοιμοι να ψάξουν να το δώσουν σε άλλη παρέα.
Ολοι στην παρέα ψυλλιάστηκαν πως το κουτάβι δεν ήταν «άχρηστο» και ακόμη και οι πιο δύσπιστοι πείστηκαν.
Κάπου εκεί βρέθηκε ένας κυνηγός από την παρέα του χωριού, ο Γιάννης, που πήρε την πρωτοβουλία να πάρει το σκυλί έστω για δοκιμή. «Καλά, μας δίνουν τζάμπα σκυλί γνωστοί ανθρώποι και δεν θα το δοκιμάσουμε; Ντροπή», έλεγε και ξανάλεγε…
Τέλη Αυγούστου 2013, και ο Γιάννης ανέβηκε στην Ημαθία και βρήκε τον Πέτρο για να πάνε μαζί στο χωριό των φίλων του να πάρουν το σκυλί. Καθίσανε καμιά ώρα με τους «συναδέλφους», ήπιαν καφέ, ήπιαν και απ’ ένα τσίπουρο, είπαν για τα κυνήγια τους και στο τέλος πήραν τον δρόμο της επιστροφής μαζί με το κουτάβι, στο οποίο είχαν δώσει ήδη το όνομα «Μάτα». Η Μάτα, μικροκαμωμένη και ναζιάρα, ήταν τότε 9 μηνών και όλοι γνωρίζανε πως θα έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον και την επόμενη σεζόν για να δούνε αν τελικά θα πήγαινε καλά στα γουρούνια ή όχι.
Η χρονιά φαινόταν πως θα τέλειωνε όπως είχε προδιαγραφτεί, με το «τζάμπα κουτάβι» να εξελίσσεται σε ένα από τα καλά σκυλιά της παρέας και να δείχνει πως γνωρίζει πώς να φυλαχτεί από τα γουρούνια.
Αυτός ήταν και ο μεγάλος φόβος του Πέτρου. Τρίτη φορά να βγει σκάρτο το σκυλί δεν θα ήταν και το καλύτερο και μέσα του ευχόταν να ήταν 5-6 μήνες μεγαλύτερο και ξεκινημένο, γιατί είχε καταλάβει πως η παρέα δεν θα είχε και πολλή υπομονή με το «τζάμπα» κουτάβι.
Οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν όταν έμαθε πως τη Μάτα δεν την κράτησαν με τα άλλα σκυλιά της παρέας, αλλά την έστειλαν σε έναν από τους κυνηγούς που έμενε στο χωριό που κυνηγούσαν. Ετσι πίστεψε τουλάχιστον.
Ο Πέτρος ρωτούσε συνέχεια και παρακολουθούσε τις εξελίξεις με τη σκυλίτσα, στην οποία είχε από την αρχή ιδιαίτερη συμπάθεια. Εφτασε ο καιρός και το κυνήγι ξεκίνησε. Η παρέα είχε πολλά κουτάβια και εύλογα ήθελε να βγει αμέσως το σκυλί στο βουνό για να δείξει αν αξίζει ή όχι. Την πρώτη μέρα, παρότι η Μάτα είχε μείνει μόλις 2 μέρες με τα άλλα σκυλιά, μόλις τα λύσανε σε κάποιο ντορό, τα ακολούθησε και χάθηκε μαζί τους στην παγάνα. Η τύχη το ‘φερε και τα σκυλιά σηκώσανε ένα κοπάδι γουρούνια, οπότε το κουτάβι είχε άμεσα την ευκαιρία που χρειαζόταν. Κυνήγησε με τα άλλα σκυλιά και, αν και τελικά τα γουρούνια έφυγαν από ένα αφύλαχτο καρτέρι, όλοι στην παρέα ψυλλιάστηκαν πως το κουτάβι δεν ήταν «άχρηστο» και ακόμη και οι πιο δύσπιστοι πείστηκαν πως θα πρέπει να του δώσουν τον χρόνο και τις ευκαιρίες που χρειαζόταν.
Είχε αντοχές
Τη δεύτερη μέρα του κυνηγιού το σκηνικό επαναλήφθηκε. Σηκώσανε πάλι ένα κοπάδι γουρούνια τα οποία πάλι τους έφυγαν, μια και τα σκυλιά απροπόνητα και με πολλή ζέστη μόνο τις πρωινές ώρες μπορούσαν να αποδώσουν καλά. Κατά τις 12 που τα υπόλοιπα σκυλιά, παρόλο που είχαν τα γουρούνια μπροστά, αραίωσαν τα κλαφουνίσματα, πάλι η Μάτα έκανε την έκπληξη, καθώς ήταν η μόνη που συνέχισε τα κλαφουνίσματα… είχε αντοχές, λόγω προφανώς του νεαρού της ηλικίας και του μικρού της μεγέθους… «Να ακούτε τη Μάτα για να παρακολουθείτε τα σκυλιά», έλεγαν οι παγανιέρηδες… «όλα μαζί είναι, αλλά τα άλλα δεν φωνάζουν και πολύ με τη ζέστη»…
Κάπου εκεί άρχισε το πράγμα να αλλάζει και στην παρέα άρχισαν να βασίζονται στο άγνωστο κουτάβι, γεγονός που σήμαινε πως θα είχε τον χρόνο να αποδείξει την αξία της… Ο Πέτρος πετούσε από τη χαρά του και ας μάθαινε όλα τα νέα από τον πατέρα του τηλεφωνικά…
Η καθιέρωση…
Την τρίτη αγωνιστική χτυπήσανε τα πρώτα 3 γουρούνια… ντουφέκισαν από ένα σε 3 καρτέρια… η Μάτα δεν σταμάτησε να δαγκώνει το ένα από αυτά, καθώς το κουβαλούσαν προς τα αυτοκίνητα… Οι κυνηγοί την αφήσανε να βάλει όσο δόντι ήθελε. Ο πατέρας του Πέτρου μετέφερε τηλεφωνικά τα νέα, και οι δυο μαζί καμαρώνανε για τη σκυλίτσα…
Πριν κλείσει ο πρώτος κυνηγετικός μήνας, η Μάτα είχε πλέον καθιερωθεί στην παρέα. Οι εκπλήξεις όμως δεν σταμάτησαν εκεί… Μια Κυριακή, τα σκυλιά μετά από τέσσερις ώρες αναζήτησης χωρίς αποτέλεσμα, μια και ο τόπος ήταν μπαρούτι από την ξηρασία, άρχισαν να επιστρέφουν κουρασμένα προς τα αυτοκίνητα. Τα μαζέψανε και είδαν πως έλειπε η σκυλίτσα, και δεν πέρασαν 10 λεπτά και την ακούνε να κάνει στάμπα στην απέναντι πλαγιά και σε λίγο να κυνηγά το θήραμα μόνη της!!!
Αμολήσανε ξανά τα υπόλοιπα σκυλιά και η καλή έμπειρη σκύλα πήγε στο γουρούνι αμέσως… Η Μάτα εκεί εγκατέλειψε, ίσως τη φόβισε το γουρούνι, αλλά είχε κάνει τη δουλειά της και με το παραπάνω.
Μια άλλη μέρα, η παρέα του χωριού σήκωσε έναν μονιά, αλλά τους έφυγε πάλι μαζί με τα σκυλιά αργά, μετά το μεσημέρι. Στην περιοχή δεν είχε οδικό δίκτυο, με αποτέλεσμα να χαθούν τα σκυλιά. Τα σκυλιά, βέβαια, συνήθως γυρίζουν και μόνα τους στο χωριό γιατί ξέρουν τον δρόμο – ποτέ όμως δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί με ένα καπρί όσο νυχτώνει…
Περίμεναν ως αργά το βράδυ. Σχετικά νωρίς είχαν γυρίσει τα τρία από τα έξι σκυλιά που τους λείπανε, η Μάτα όμως ήταν σε αυτά που έλειπαν. Ο Πέτρος από τη συμπρωτεύουσα μόνο που δεν ξεκίνησε να πάει στο χωριό και, αν δεν ήταν ετοιμόγεννη η γυναίκα του, σίγουρα θα ξημέρωνε στο βουνό να ψάχνει τη σκυλίτσα.
Ευτυχώς, το πρωί τα βρήκαν, και μάλιστα όχι μαζί… Τα δύο ήρθαν όντως στο χωριό, αλλά η Μάτα μόνη της, κουρασμένη, χωρίς κάποιο χτύπημα, ήταν στον δρόμο έξω από το χωριό, στο σημείο της πρωινής συνάντησης που είχε τις μυρωδιές ανθρώπων και σκύλων από την προηγούμενη μέρα.
Παρά την κούραση, κυνήγησε και την επόμενη μέρα στην οποία χτύπησαν δύο γουρούνια και στα οποία για άλλη μία φορά ήταν μέσα στην καταδίωξη…
Η χρονιά φαινόταν πως θα τέλειωνε όπως είχε προδιαγραφτεί, με το «τζάμπα κουτάβι» να εξελίσσεται σε ένα από τα καλά σκυλιά της παρέας και να δείχνει πως γνωρίζει πώς να φυλαχτεί από τα γουρούνια, πράγμα που είναι το μόνο που φοβούνται οι έμπειροι κυνηγοί από ένα σκυλί με πάθος αλλά χωρίς την ανάλογη εμπειρία.
Στα καρτέρια…
Ο Πέτρος κατάφερε και πήγε ένα Σαββατοκύριακο και την είδε ξανά από κοντά. Εκείνες τις μέρες τα σκυλιά σηκώσανε πάλι κάποια γουρούνια αλλά δεν κατάφεραν να τα βγάλουν στα καρτέρια. Την άκουσε όμως εν δράσει και έζησε και αυτός από κοντά τα όσα του μετέφερε ο πατέρας του μέχρι τότε από τηλεφώνου.
Αυτή όμως ήταν και η τελευταία φορά που την είδε. Δύο βδομάδες αργότερα, σε ένα κυνήγι που με τίποτα δεν έδειχνε επικίνδυνο, η Μάτα δεν γύρισε με τα άλλα σκυλιά. Την είχαν δει τελευταία φορά στις τέσσερις το απόγευμα να κυνηγά μία γουρούνα που τελικά βγήκε στα καρτέρια και χτυπήθηκε μισή ώρα αργότερα.
Τα άλλα σκυλιά βγήκαν, αλλά όχι κι αυτή. Ούτε το βράδυ πήγε στο χωριό όπως είχε κάνει 2-3 φορές στο παρελθόν που είχε χαθεί, μια και είχε μάθει το σπίτι του Πέτρου και έφτανε μέχρι την αυλή. Ο πατέρας του Πέτρου δεν έκλεισε μάτι… κάθε μισή ώρα έβγαινε στην αυλή παρά το κρύο μήπως και είχε εμφανιστεί η σκυλίτσα, αλλά μάταια.
Την επόμενη μέρα που ήταν Κυριακή, ξαναβάλανε παγάνα το ίδιο μέρος, περισσότερο για να βρουν τη Μάτα παρά για να κυνηγήσουνε. Ηλπιζαν να ακούσει τα άλλα σκυλιά και, αν ήταν χαμένη, να έρθει κοντά τους. Ούτε τότε όμως γύρισε.
Σήμερα έχει περάσει κοντά ένας μήνας από τότε που χάθηκε το κουτάβι-θαύμα, με αποτέλεσμα ο Πέτρος να έχει χάσει και την τελευταία ελπίδα. Τι έγινε ποτέ δεν μάθανε. Μαντρόσκυλα δεν είχε στην περιοχή. Η γουρούνα δεν ήταν μεγάλη να πεις ότι τη χτύπησε θανάσιμα. Ούτε ακούστηκε κάνα ουρλιαχτό για να καταλάβουνε πως χτυπήθηκε σκυλί. Ούτε υπήρχε παρουσία άλλων ανθρώπων για να σκεφτεί κανείς το ενδεχόμενο της κλοπής. Λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε…
Και δεν είναι για το κυνήγι που στενοχωριέται ο Πέτρος, αλλά για το σκυλί. Σκυλιά καλά έχει η παρέα και θα βρει κι άλλα στο μέλλον. Τη Μάτα όμως, όσο να πεις, τη συμπάθησε και δύσκολα θα την ξεχάσει. Τόση ήταν η στενοχώρια του που αποφάσισε να κάτσει να μου διηγηθεί την ιστορία της Μάτας για να τη γράψω στο χαρτί…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΑΣΙΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΧΑΡΗΣ ΓΚΙΚΑΣ
Πηγή : ΕΘΝΟΣ-ΚΥΝΗΓΙ