3,1K
Μια αρχαία ουγγρική φυλή ιχνηλατών αναπτύχθηκε στην καρδιά της Ευρώπης, στην Τρανσυλβανία, όπου τα χαρακτηριστικά της διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων λόγω των συνθηκών του κλίματος, του εδάφους και των ιδιοτήτων του κυνηγιού στα Καρπάθια Ορη.
O Τρανσυλβανικός Ιχνηλάτης είναι μία από τις πιο κομψές φυλές κυνηγόσκυλων της Τρανσυλβανίας. Η όλη του εμφάνιση δηλώνει ευγένεια και αρμονία. Εχει ιδιαίτερα αναπτυγμένη την αίσθηση της όσφρησης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναζήτηση κρύων και φρέσκων ιχνών. Κατά τη διάρκεια της ιχνηλασίας, όταν βρίσκεται στη κατάσταση φρέσκων ιχνών, γαβγίζει με έναν μακρόσυρτο ήχο.
Το γάβγισμά του είναι ηχηρό, υψηλής συχνότητας και μεταλλικό, όπου μπορεί να ακουστεί από μεγάλες αποστάσεις. Δείχνει και καθοδηγεί το θήραμα με ιδανικό τρόπο. Μπορεί να εργαστεί αυτόνομα πολύ μακριά
από τον κυναγωγό του. Εχει άριστο προσανατολισμό και επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης. Μάλιστα, τα μικρά τριχωτά θηράματα είναι σε θέση να τα πιάσει και να τα πνίξει.
Εζησε στιγμές δόξας κατά τον Μεσαίωνα, μια εποχή κατά την οποία ήταν το αγαπημένο κυνηγόσκυλο των ευγενών της αριστοκρατίας. Με έναν τόσο μικρό αριθμό ιδιοκτητών, δεν υπήρχαν ποτέ πολλά από αυτά τα σκυλιά. Λόγω των εξελίξεων στον τομέα της γεωργίας και της δασοκομίας στους κάμπους της Ουγγαρίας στάλθηκε προηγουμένως στα απρόσιτα δάση της οροσειράς των Καρπαθίων.
Ως αποτέλεσμα της επίδρασης των συνθηκών του εδάφους, το κυνηγόσκυλο της Τρανσυλβανίας εξελίχθηκε σε δύο ποικιλίες: Μία ποικιλία με μακριά πόδια και μία άλλη με κοντά. Η ποικιλία με τα μακριά πόδια χρησιμοποιήθηκε για το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων όπως βουβάλια, αγριογούρουνα, αρκούδες και λύγκες.
Η ποικιλία με τα μικρά πόδια χρησιμοποιήθηκε για τα μικρά θηράματα όπως λαγοί και αλεπούδες. Οι δύο ποικιλίες διατηρήθηκαν μαζί και ήταν ευρέως διαδεδομένες τόσο στην Ουγγαρία όσο και στην Τρανσυλβανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Διαφέρουν βέβαια μεταξύ τους τόσο σε μέγεθος όσο και σε χρώμα και τρίχωμα.
Τα μακροπόδαρα Kόπο έχουν ύψος στο ακρώμιο 55-65 εκ. Βασικό τους χρώμα είναι το μαύρο βελούδο με κόκκινο-κίτρινο και μικρές ποσότητες άσπρων σημαδιών που εμφανίζονται στη μύτη, το στήθος, τα χαμηλά σημεία των ποδιών και στην άκρη της ουράς.
Είναι σκύλος που εργάζεται πολύ καλύτερα ως μονάδα με αυτάρκεια και θάρρος. Μπορεί να καταδιώκει το θήραμα για πολλά χιλιόμετρα και δεν ενδείκνυται για περιοχές περιορισμένης έκτασης.
Τα κοντοπόδαρα έχουν ύψος στο ακρώμιό τους 45-50 εκ., βασικό τους χρώμα είναι το κόκκινο-καφέ με άσπρα σημάδια. Η ποικιλία των κοντοπόδαρων συναντάται σπάνια στις μέρες μας.
Βιογραφία
Ιστορική και αρχαιολογική έρευνα που διεξήχθη από ορισμένους ερευνητές (J. Matolcsi, A.Standeisky) αποκάλυψε ότι η φυλή των Μαγυάρων (Μagyar), κατά την άφιξή της στην Ευρώπη (7-10 αιώνα) έφερε μαζί της στη Λεκάνη των Καρπαθίων ποιμενικούς σκύλους και λαγωνικά, καθώς και ένα λαγωνικό με πιο ισχυρό ανάστημα.
Αυτή η φυλή των λαγωνικών ανήκε στα κυνηγόσκυλα Ταρτάρ που προερχόταν από τη Ρωσία. Τα κυνηγόσκυλα αυτά, φτάνοντας στην Ευρώπη, διασταυρώθηκαν με τα τοπικά σκυλιά εκείνης της εποχής, το λαγωνικό των Κελτών (Celtic), που οδήγησε σε μια νέα φυλή λαγωνικού το Παννόνικ-Pannonian (πρόγονος του Kopo), το οποίο αποτέλεσε τον κοινό κορμό ώστε να σχηματιστούν μετέπειτα διάφορες φυλές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως ο Ιχνηλάτης της Αυστρίας, της Σλοβακίας, της Πολωνίας και μερικών ακόμη κυνηγόσκυλων των Βαλκανίων.
Η λέξη «kopo» προέκυψε από την ουγγρική γλώσσα που σημαίνει «πιάνω». Συναντάται πάνω σε τοιχογραφίες και πίνακες ζωγραφικής κατά την εποχή της αριστοκρατίας. Αλλες διεθνείς ονομασίες είναι: Hungarian hound, Transylvanian hound, Bracke Siebenburgen, Erdelyi Kopo, Transylvanischer Laufhund, Siebenburgischer Laufund, Ungarische Bracke. Οι Ρουμάνοι -η Τρανσυλβανία σήμερα υπάγεται στη Ρουμανία- το αποκαλούν Copoi Ardelenesc.
Για αιώνες, η Τρανσυλβανία ήταν μέρος της Ουγγαρίας. Ωστόσο, μέσα από τις συνέπειες των πολέμων και της μετανάστευσης, από τις αρχές του 20ού αιώνα οι Ούγγροι είχαν γίνει μια μειονότητα σε σχέση με τον αρκετά μεγάλο αριθμό των Ρουμάνων, των Ρομά και άλλων ομάδων. Με την κατάρρευση της κυβέρνησής τους στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ουγγαρία διαμελίστηκε. Η Τρανσυλβανία έγινε τμήμα της Ρουμανίας το 1918. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για την αριστοκρατία και γι’ αυτά τα σκυλιά. Μετά το 1918, η δημοτικότητα του κυνηγιού μειώθηκε και μαζί με αυτό οι αριθμοί αυτών των σκύλων. Λιγότερο από 20 χρόνια αργότερα (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος) σηματοδοτήθηκε το οριστικό τέλος της τάξης των ευγενών.
Στο τέλος του πολέμου, τα πολιτικά καθεστώτα στη Ρουμανία και την Ουγγαρία θέλησαν να καταστρέψουν όλα τα απομεινάρια των παλιών κυρίαρχων τάξεων. Κατά τα έτη 1921, 1932 και 1947 διατάχθηκε νομοθεσία απαγόρευσης της θήρας με τα Kopo, διότι η φυλή ανακηρύχθηκε ως «κτήνος του θηράματος». Ισως, εκτός από ιδεολογικούς λόγους, να ήταν και λόγοι διαχειριστικοί για τη θήρα. Αυτό είχε σαν συνέπεια να εξολοθρευτεί ένας μεγάλος πληθυσμός ατόμων της φυλής.
Ωστόσο, είχαν απομείνει κάποια σκυλιά σε ακριτικές περιοχές στα βάθη των δασωτών των Καρπαθίων. Το 1886 είχε δημιουργηθεί το ουγγρικό μητρώο Ηound dogs (Magyar Vadászeb Törzskönyv) καταχωρισμένη ονομασία Kopo Magyar (Ουγγρικά Retriever-Hungarian Kennel Club) και μέχρι το 1910 υπήρχαν καταχωρημένα μόλις λίγα άτομα. Η εγγραφή τους ξεκίνησε ξανά μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ώσπου μέχρι το 1941 είχαν καταγραφεί 27 άτομα.
Ετσι λοιπόν, το 1960 ο δρ Lajos Gyorffy, κτηνίατρος της Ουγγρικής Κυνηγετικής Ομοσπονδίας, και ο δρ Τamas Fodor βιολόγος, άρχισαν μια προσπάθεια αναγέννησης της φυλής. Ξεκίνησαν να αναζητούν καθαρά δείγματα αίματος στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, καθώς μπόρεσαν να συλλέξουν κάποια σκυλιά από διάφορες απομακρυσμένες περιοχές της Οροσειράς των Καρπαθίων όπου τα διατηρούσαν για δεκαετίες γεωργοί και κυνηγοί. Ετσι ξεκίνησε η αναβίωση της φυλής και το 1966 η FCI αναγνώρισε επίσημα τη φυλή με αριθμό προτύπου 240/a και το 1968 αντικαταστάθηκε με τον αριθμό 241/.
Επί του παρόντος, υπάρχει πλέον ικανοποιητικός αριθμός των Kopo σε διάφορες χώρες όπως Αμερική, Καναδά, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιταλία, Τσεχία, αλλά κατά κύριο λόγο στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία, όπου στην πρώτη γεννιούνται κατά μέσον όρο 800 κουτάβια ετησίως.
Στον αγριόχοιρο
Χρησιμοποιείται πλέον κατ’ αποκλειστικότητα για το κυνήγι του αγριόχοιρου, αφού έχει έμφυτες τις ιδιότητες να κυνηγά με περίσσιο πάθος και υπομονή στην αναζήτηση αλλά και στο ξεσήκωμα των κάπρων, με επιμονή στη φάση της στάμπας.
Μπορεί να εργαστεί μόνο του αλλά και μαζί με τρία-πέντε σκυλιά. Δεν προσφέρεται για ομαδικό κυνήγι αγέλης.
Μπορεί να αντεπεξέλθει κυνηγετικά κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες, αφού στα Καρπάθια Ορη (η μεγαλύτερη οροσειρά της Κεντρικής Ευρώπης) το φθινόπωρο διατηρούνται υψηλές θερμοκρασίες λόγω της αυξημένης υγρασίας και τον χειμώνα παρατεταμένο ψύχος με πολλά χιόνια στις γύρω ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Μπορεί να εργαστεί μόνο του αλλά και μαζί με τρία-πέντε σκυλιά. Δεν προσφέρεται για ομαδικό κυνήγι αγέλης, αφού στην Κεντρική Ευρώπη δεν προτιμούν το κυνήγι σε στυλ «σκυλολόι» όπου μοιάζει πιο πολύ σαν μια κοινωνική εκδήλωση με πολλά σκυλιά που θα καθηλώσουν το θήραμα. Είναι σκύλος που εργάζεται πολύ καλύτερα ως μονάδα με αυτάρκεια και θάρρος. Μπορεί να καταδιώκει το θήραμα για πολλά χιλιόμετρα και δεν ενδείκνυται για περιοχές περιορισμένης έκτασης.
Στην Ουγγαρία διεξάγονται συχνά αγώνες εργασίας με θήραμα αγριόχοιρο με αυστηρά κριτήρια όπου έχουν δημιουργήσει πλέον ένα αξιόλογο καθαρόαιμο κυνηγόσκυλο.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα η φυλή δεν είναι διαδεδομένη και μόνο λίγοι κυνηγοί χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα σκυλιά στο κυνήγι του αγριόχοιρου. Ομως σιγά σιγά γίνεται γνωστή στις παρέες των γουρουνοκυνηγών και σίγουρα το μέλλον τής ανήκει…
Γιάννης Αμπατζίδης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Γιάννης Αμπατζίδης
Πηγή : ΕΘΝΟΣ-ΚΥΝΗΓΙ