Τον «Κυνηγετικό» του Ξενοφώντα, λίγο ή πολύ, όλοι τον έχουμε ακουστά, αρκετοί τον έχουν διαβάσει κιόλας και ακόμη πιο λίγοι κατάφεραν να τον απολαύσουν από το πρωτότυπο της αρχαίας γλώσσας. Ο Ξενοφών πέρα από στρατιωτικός ηγέτης ήταν και κυνηγός, και ως κυνηγός κατέγραψε τα κυνηγητικά δεδομένα του τότε γνωστού κόσμου.
Ουσιαστικά, το οργανωμένο κυνήγι που περιγράφεται στα βιβλία του αφορά τον τρόπο που οι άνθρωποι κυνηγούσαν από τις απαρχές της ιστορίας μέχρι και 350 χρόνια προ Χριστού.
Χρειάστηκε να περάσουν περίπου 500 χρόνια για να βρεθεί ένας ακόμη κυνηγός που «ζήλεψε» την τύχη και τη δόξα του Ξενοφώντα και έγραψε, εκτός από την «Ανάβαση» του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε αντιδιαστολή με την «Κύρου Ανάβαση» του αρχικού, και έναν δικό του, σύγχρονο «Κυνηγετικό».
Ο Αρριανός έζησε μετά το 100 μ.Χ., όταν ο τότε κόσμος δεν ήταν πια ο ελληνικός αλλά ο ρωμαϊκός και, εκτός από τους λαούς που ζούσαν στα παράλια της Μεσογείου, είχαν έρθει στο προσκήνιο και οι λαοί της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, με πολεμικές συγκρούσεις αλλά και ειρηνικές επιρροές στην τότε «παγκοσμιοποιημένη» κοινωνία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ως πολίτης του κόσμου, έζησε, άκουσε και είδε όλες τις εκφάνσεις και δραστηριότητες της εποχής του.
Ως κυνηγός ο ίδιος, αλλά και ένας αξιόλογος συγγραφέας και ιστορικός, μας άφησε ως αιώνια και πρωτοποριακή παρακαταθήκη τη δική του «Κυνολογία», καταγράφοντας τα κυνηγετικά σκυλιά με τα κανονικά χαρακτηριστικά του σωματότυπού τους.
Αν οι Ελληνες κατάφεραν να καταγράψουν και να καταχωρίσουν συστηματικά όλη τη γνώση της εποχής τους, ακόμη και για το κυνήγι, οι Κέλτες ήταν αυτοί που έθεσαν τις βάσεις της σημερινής κυνολογίας με τον πολυμορφισμό που δημιούργησαν και την εξειδίκευση των κυνηγετικών φυλών και σκύλων.
Μέχρι τότε, στους Ελληνικούς χρόνους, τα κυνηγετικά σκυλιά διαχωρίζονταν μόνο ως προς τον τόπο καταγωγής τους, ως Κρητικά, Καρικά, Λακωνικά κ.λπ. Δεν υπήρχαν τα σημερινά καθορισμένα πρότυπα ως προς το χρώμα, το μέγεθος και τη μορφή της κάθε φυλής.
Είναι προφανές ότι έχουμε μια εντελώς νέα κυνηγετική αντίληψη, η οποία έχει διαμορφωθεί από τις κελτικές φυλές και είχε αρχίσει να επηρεάζει όλους τους κυνηγούς της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και ο Αρριανός, που την καταγράφει.
Αυτό που κυριαρχούσε ήταν η εξυπνάδα, η δύναμη και η ικανότητα του κάθε σκύλου ατομικά στο κυνήγι και όλα τα υπόλοιπα ήταν επουσιώδη.
Το κυνήγι του λαγού γινόταν με ιχνηλασία και καταδίωξη του λαγού από τα σκυλιά, για να τον οδηγήσουν στα δίχτυα που έστηνε ο κυνηγός.
Αυτό το κυνήγι περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια ο Ξενοφών στον «Κυνηγετικό» του.
Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει όμως τον «Κυνηγετικό» του Αρριανού;
Μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο εξάσκησης του κυνηγιού προέκυψε, καθώς μια νέα «ράτσα» κυνηγόσκυλων και ένας διαφορετικός τρόπος εργασίας τους «δημιουργήθηκε» από τους λαούς της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης και συγκεκριμένα από τους Κέλτες.
Γράφει πολύ εύγλωττα ο Αρριανός ότι ο Ξενοφών αναφέρει ότι όσοι λαγοί πιάνονται από τα σκυλιά είναι είτε από τύχη, είτε επειδή είναι αδύναμοι ή άρρωστοι.
Αν όμως γνώριζε τα Κελτικά σκυλιά, «τας κύνας τας Κελτικάς», πιστεύω ότι θα έγραφε το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν θα καταφέρουν να πιάσουν τους λαγούς αυτά τα σκυλιά μόνο λόγω τύχης ή επειδή είναι άρρωστα και αδύναμα.
Ποια είναι λοιπόν αυτά τα περιβόητα Κελτικά σκυλιά του Αρριανού που καταφέρνουν να πιάσουν τους λαγούς στο τρέξιμο και που δεν γνώριζε ο Ξενοφώντας 500 χρόνια πριν;
Δεν χρησιμοποιούν οι Κέλτες μόνο τα γρήγορα σκυλιά δίωξης, γράφει ο Αρριανός, αλλά έχουν και ιχνηλάτες, οι οποίοι δεν είναι κατώτεροι από τα σκυλιά της Κρήτης και της Καρίας στην εξυπνάδα.
Πώς εξασκούν το κυνήγι οι Κέλτες, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν δίχτυα για να πιάνουν τους λαγούς, τουλάχιστον όσοι από αυτούς δεν ζουν από το κυνήγι, αλλά ασχολούνται μ’ αυτό για να απολαύσουν αποκλειστικά την ομορφιά και ευχαρίστηση του κυνηγιού; «ουκ από κυνηγεσίων βιοτεύουσιν αλλ’ αυτού του εν θήρα καλού ένεκα».
Είναι προφανές ότι έχουμε μια εντελώς νέα κυνηγετική αντίληψη, η οποία έχει διαμορφωθεί από τις κελτικές φυλές και είχε αρχίσει να επηρεάζει όλους τους κυνηγούς της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και ο Αρριανός, που την καταγράφει, «ου γαρ τοι επι τω αλώναι το θηρίον εξάγουσι τας κύνας αλλά ες αγώνα δρόμου και άμιλλαν οι γε τη αληθεία κυνηγετικοί.και αγαπώσι ει επιτύχοι ο λαγώς του διασώσαντος…»
Είναι καταπληκτική η περιγραφή αυτή και αποτελεί την «καρδιά» όλου του «Κυνηγετικού» που έγραψε ο Αρριανός, δίνοντας μια άλλη διάσταση στο νόημα του κυνηγιού και στον κυνηγό.
Οι πραγματικοί κυνηγοί βγάζουν τα σκυλιά στο κυνήγι όχι τόσο για να συλλάβουν το θήραμα, αλλά για να αντιπαρατεθούν μαζί του στο τρέξιμο και να χαρούν την καταδίωξη. Μένουν πιο πολύ ικανοποιημένοι αν τελικά ο λαγός καταφέρει να ξεφύγει. Αλήθεια, πόσοι από τους σημερινούς κυνηγούς, 2.000 χρόνια μετά, έχουν καταφέρει να φτάσουν στο επίπεδο των Κελτών λαγοκυνηγών;
Διαχωρισμός ρόλων
Τα περίφημα αυτά σκυλιά των Κελτών ήταν τα πρώτα εξειδικευμένα σκυλιά που δεν έβγαιναν στο κυνήγι για να ιχνηλατήσουν αλλά για να καταδιώξουν τον λαγό, που είχε ξεσηκωθεί από τα συνηθισμένα σκυλιά ιχνηλασίας.
«Θηρώσιν δε Κελτοί και αναμιγνύοντες τοις ιχνευταίς κυσίν τας ωκείας…» Η πρώτη σαφής αναφορά για την ύπαρξη δύο διαφορετικών φυλών, από άποψη εργασίας, σκύλων είναι καταγεγραμμένη στο σημείο αυτό. Ιχνηλάτες και γρήγοροι δρομείς είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κάθε «φυλής».
Οι Κέλτες είχαν διαχωρίσει τους ρόλους και τις ράτσες των σκυλιών τους και κυρίως είχαν αποδεσμευτεί από τον τόπο καταγωγής των σκύλων ως το μόνο γνώρισμα, προσδίδοντας πια χαρακτηριστικά σε κάθε φυλή ανάλογα με τον τύπο εργασίας τους στο κυνήγι.
«Οι δε ποδώκεις κύνες αι Κελτικαί καλούνται μεν ουέρτραγοι φωνή τη Κελτών, ουκ από έθνους ουδενός, καθάπερ αι Κρητικαί ή Καρικαί ή Λάκαιναι…».
Λόγω ταχύτητας
Ουέρτραγους ονόμαζαν λοιπόν οι Κέλτες στη γλώσσα τους τα γρήγορα αυτά σκυλιά, όχι λόγω της καταγωγής τους από συγκεκριμένο τόπο, αλλά λόγω της ταχύτητάς τους.
Προφανώς πρόκειται για μια ράτσα σκύλων που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και έχει ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει στον ρόλο της.
Εχει διαμορφωθεί προφανώς μετά από επιλεγμένες και ελεγχόμενες διασταυρώσεις και διαφοροποιείται από τους ιχνηλάτες που υπήρχαν στις περιοχές τους, και μάλιστα ήταν περίπου ίδιοι με τους ιχνηλάτες των λαών της Μεσογείου.
«Εστιν γαρ και ταύτη κυνών γένος ιχνεύσαι μεν ού μείον σοφόν ή το Καρικόν και Κρητικόν… και αύται ιχνεύουσιν ξυν κλαγγή και υλαγμώ, οπότε αι Καρικαί επικλάζουσαι… καλούνται δε Σεγούσιαι αίδε αι κύνες, από έθνους Κελτικού την επωνυμίας έχουσαι, ου πρώτον, ως γε μοι δοκεί, έφυσαν τε και ευδοκίμησαν…»
Δεν χρησιμοποιούν οι Κέλτες μόνο τα γρήγορα σκυλιά δίωξης, γράφει ο Αρριανός, αλλά έχουν και ιχνηλάτες, οι οποίοι δεν είναι κατώτεροι από τα σκυλιά της Κρήτης και της Καρίας στην εξυπνάδα. Αυτά τα σκυλιά, όταν ιχνηλατούν κλαφουνίζουν όπως και τα Καρικά.
Ονομάζονται δε Σεγούσια, από το όνομα του κελτικού λαού όπου εμφανίστηκαν και διαμορφώθηκαν για πρώτη φορά ως μια ξεχωριστή «ράτσα» παρόμοια με τα Κρητικά, τα Καρικά κ.λπ.
Ο πρώτος διαχωρισμός των κυνηγετικών σκύλων με σαφείς αναφορές στην διαφορετική συμπεριφορά κατά το κυνήγι και διακριτούς ρόλους έχει καταγραφεί ότι υπάρχει εδώ και 2.000 χρόνια.
Υπάρχουν σήμερα τα σκυλιά αυτά που οι υπέροχοι αυτοί Κέλτες κυνηγοί δημιούργησαν, έχουν εξελιχθεί ή παρέμειναν τα ίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια;
Από πού κατάγονται οι «ιχνηλάτες Σεγούσιοι» και ποιο έθνος κελτικό τούς δημιούργησε; Οι «ποδώκεις Ουέρτραγοι» χρησιμοποιούνται σήμερα στο κυνήγι του λαγού με τις ίδιες πρακτικές του παρελθόντος;
Ερωτήματα και απορίες δικαιολογημένες που θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε επόμενο άρθρο.
του Θωμά Μπατσέλα
Πηγή : ΕΘΝΟΣ-ΚΥΝΗΓΙ