Όπως γράφει ο αείμνηστος αρχαιολόγος Σπύρος Μαρινάτος : “Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητος είχον καλλιεργήσει κύνας. Οι Αιγύπτιοι συχνά μας τους παρουσιάζουν εις τα μνημεία των, εκ της κοιλάδος δε του Νείλου φαίνεται ότι κατάγονται ορισμένα είδη ευρωπαϊκών κυνών”. Συγγενείς του κυνός στην μεγάλη οικογένεια των κυνιδών είναι οι αλεπούδες, οι λύκοι και τα τσακάλια…
Από την ελληνική μυθολογία βλέπουμε ότι πολλά τέρατα είχαν την μορφή σκύλου : η Σκύλλα και η Χάρυβδις, ο Κέρβερος κ.ά. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι την παλαιότατη εκείνη εποχή ο σκύλος, όντας άγριο και μη εξημερωμένο ζώο, συμπεριφέρονταν ανταγωνιστικά απέναντι στον άνθρωπο…
Με την πάροδο του χρόνου ο σκύλος εξημερώθηκε και απέκτησε ένα διαφορετικό πρόσωπο, αυτό του πιστού φύλακα, συντρόφου και φίλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Άργος, ο πιστός τετράποδος φίλος του Οδυσσέως, ο οποίος περιμένει να δει το αφεντικό του πριν ξεψυχήσει, όπως μας διασώζει ο Όμηρος στην Οδύσσεια.
Τα σκυλιά την αρχαία εποχή είχαν τις ίδιες ασχολίες που έχουν και σήμερα, με μόνη διαφορά ότι γενικά δεν είχε ακόμη καθοριστεί με σαφήνεια ο προορισμός της κάθε γενεάς. Ο σκύλος και τότε, όπως και σήμερα, χρησίμευε για τσοπανόσκυλο (ποιμενικός κύων), φύλακας (πυλωρός, πυλαυρός, θυρωρός, οικουρός ή δέσμιος κύων όταν ο φύλακας σκύλος ήταν δεμένος), κυνηγόσκυλο (θηρατικός, θηρευτικός, αγρευτικός κύων) δίπλα στον Έλληνα κυνηγό… Αλλά και η ίδια η λέξις προέρχεται από την παρουσία του : Κυναγός > Κυνηγός = ο άγων τον κύνα (…αλλά και – σε μερικές περιπτώσεις – ο αγόμενος από τον κύνα…!).
Υπήρχαν επίσης οι πολεμισταί κύνες, οι άθλοι των οποίων αναφέρονται σε περιγραφές μαχών όπως του Μαραθώνα, της Μαντινείας κ.α. Ο ζωγράφος Μίκων, τίμησε τον κύνα που συνόδευε τον Αθηναίο κύριό του στην μάχη του Μαραθώνα, απεικονίζοντάς τον μεταξύ των καλύτερων Ελλήνων πολεμιστών… (Αιλιανός ΖΙ 7.38).
Υπήρχαν ακόμη οι μαχηταί κύνες, οι οποίοι πάλευαν με τα θηρία στον στίβο, παρέχοντας θέαμα, ιδιαίτερα στους Ρωμαίους. Υπήρχαν, τέλος, μικρόσωμα σκυλιά, όπως αυτά της Μελίτης (Μάλτας) που συνόδευαν τις πλούσιες κυρίες τους στον περίπατο, στο φαγητό ακόμη και στον ύπνο τους. Συνήθεια που μεταδόθηκε από τους Έλληνες και στους Ρωμαίους. Οι τιμές της αγοράς σκύλων στην Αρχαία Ελλάδα διαμορφώνονταν ανάλογα. Ο Αλκιβιάδης είχε αγοράσει τον περίφημο σκύλο του, που του είχε μάλιστα ακρωτηριάσει την ουρά, στην τιμή των “ἑβδομήκοντα μνῶν”, ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη (Πλούταρχος “Αλκιβιάδης” 9.1). “Ἔχων δὲ κύνα πάγκαλον ἐωνημένον ἑπτακισχιλίων
δραχμῶν ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὴν οὐράν” διαβάζουμε στα Αποφθέγματα (186 D) για το ίδιο γεγονός… 70 μνες αντιστοιχούσαν στο ποσό των 7.000 δραχμών, την στιγμή που ένα τάλαντο είχε αξία 6.000 δραχμών (60 μνων).
Ο Αλέξανδρος Γ’ ο Μέγιστος των Ελλήνων, τον περίφημο ινδικό του κύνα Περίττα, που «η γενιά του κρατούσε από λιοντάρι», και στην μνήμη του οποίου είχε ιδρύσει μεγαλοπρεπή πόλη, τον είχε αγοράσει 100 μνες. Έναν άλλο κύνα θηλυκό παιονικής καταγωγής, με το όνομα Τρίακος, είχε δωρίσει στον Αλέξανδρο ο σατράπης της Παιονίας. 65 φυλές αναφέρεται πως υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα… Πληροφορίες μας παρέχουν : ο Ξενοφών στα “Κυνηγετικά”, ο Ηρόδοτος στις περιηγήσεις του και ο Αριστοτέλης στο “Περί Ζώων Ιστορίαι”.
Οι πιο γνωστές σύγχρονες ελληνικές φυλές…
Α) Ελληνικός Ποιμενικός
Β) Κρητικός Ιχνηλάτης
Γ) Ελληνικός Ιχνηλάτης
Δ) Ελληνικόν Κατοικίδιον (Αλωπεκίδα) Ε) Λαγωνικό της Ρόδου
Α) Ελληνικός Ποιμενικός
Μετά την νίκη του επί των Μακεδόνων στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ., ο Ρωμαίος ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος μετέφερε μολοττίδες στην Ρώμη. Αυτοί αναπαράχθηκαν δημιουργώντας δύο κατηγορίες σκύλων : φύλακες κοπαδιών
με σημαντικότερους απόγονούς τους τα “Ροτβάιλλερ” και σκυλιά που χρησιμοποιήθηκαν σε πολέμους και σε θεάματα, όπως εναντίων θηρίων και μονομάχων.
Μέσω του Ελληνικού Ποιμενικού, διεσώθησαν δύο τουλάχιστον μορφές του είδους, που περιγράφονται από τον Οπιανό τον Απαμέα : ο “ακολουθών τοις προβάτοις” και ο “θηρευτικός μολοττικός”.
Ο “ακολουθών τοις προβάτοις” είναι μακρύτερος, πολύ γεροδεμένος, με μεγάλο βάθος θώρακα, χοντρά πόδια σε σημείο που να φαίνονται κοντά χωρίς να είναι, με μέτριο και φαρδύ λαιμό, πολύ μεγάλο κεφάλι και μέτρια και φαρδιά σαγόνια με μεγάλο βάθος, που καταλήγουν σε τετραγωνισμένο “κόψιμο”. Έχει κρεμαστά βλέφαρα, κρεμαστά επάνω χείλη, διπλή τραχηλιά κάτω από τον λαιμό και μεγάλο σχετικά κρανιακό θόλο.
Ο “θηρευτικός μολοττικός” ήταν ψηλότερος και ελαφρύτερος, με πιο ρηχό στήθος και πιο μακρυά πόδια. Μπορούσε να αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα και να αλλάζει πορεία κατά την διάρκεια της κίνησής τους. Προσόν του ήταν να συλλαμβάνει θηράματα υποδεέστερα του ιδίου, από λαγό μέχρι αγριόχοιρο και όχι να παλεύει. Στην αρχαιότητα εφυλάσσετο στις αυλές των ευγενών και των βασιλέων. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η ετυμολόγησις της λέξεως κυνηγός = ο άγων τους κύνες.
Χαρακτηριστική αναπαράσταση μολοσσών υπάρχει στη σκηνή της Τιτανομαχίας στον αναστηλωμένο Βωμό του Διός στο “Μουσείο της Περγάμου” στο Βερολίνο.
Η Εκάτη, στα δεξιά του Γίγαντα Ώτου, μαχόμενη με τον διφυή Κλυτίον δέχεται τις δαγκωματιές των ερπετικών κάτω άκρων του επί του όπλου της, ενώ ετοιμάζεται να τον κατακάψει με τον “δαυλόν”. Σε βοήθειά της, μολοσσός ακινητοποιεί τον Τιτάνα δαγκώνοντάς τον στον αριστερό μηρό.
Από τις σημαντικότερες ενέργειες που γίνονται για την διάσωση του Ελληνικού Ποιμενικού θεωρούνται : το πρόγραμμα του “Ομίλου Φίλων Ελληνικού Ποιμενικού” και το πρόγραμμα της Οργάνωσης “ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ”.
Β. Κρητικός Ιχνηλάτης
Μέσω των σημερινών φυλών λαγωνικών της χερσονήσου του Αίμου, επιβίωσε και ο “Κρητικός Ιχνηλάτης”, επιβίωση του οποίου μπορεί να θεωρηθεί το ισπανικό “ποδένγκο ιμπιζένκο” των Βαλεαρίδων Νήσων και το σικελικό τσιρνέκο (ο κύων της Κυρήνης κατά τον Αριστοτέλη). Αναπτύχθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως σκύλος “γενικών καθηκόντων” αφού ήταν φύλακας του σπιτιού, της περιουσίας και των οικείων του, εξαιρετικός φίλος που αγαπάει την οικογενειακή ζωή και τα παιδιά, συνοδός και προστάτης κοπαδιών αλλά και αυτάρκης κυνηγός. Χαρακτηριστική η
μνεία του Ξενοφώντος (“Κυνηγετικός” : 10,1) : “Πρὸς δὲ τὸν ὗν τὸν ἄγριον κεκτῆσθαι κύνας Ἰνδικάς͵ Κρητικάς͵ Λοκρίδας͵ Λακαίνας͵ ἄρκυς͵ ἀκόντια͵ προβόλια͵ ποδοστράβας”. Πρόκειται για φυλή που έμεινε αμιγής στην Κρήτη εδώ και 4.000 χρόνια τουλάχιστον…
Αναπτύχθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως σκύλος “γενικών καθηκόντων” αφού ήταν φύλακας του σπιτιού, της περιουσίας και των οικείων του, εξαιρετικός φίλος που αγαπάει την οικογενειακή ζωή και τα παιδιά, συνοδός και προστάτης κοπαδιών αλλά και αυτάρκης κυνηγός. Πριν από τα όπλα, τα δίχτυα και τα γεράκια, μπορούσε να εντοπίζει, να ακολουθεί, να ξεφωλιάζει, να συλλαμβάνει και να παραδίδει ακέραιη και ανέπαφη την λεία του στον ιδιοκτήτη του..!
Αν και οι βοσκοί συντήρησαν για τουλάχιστον 4.000 χρόνια τον κρητικό σκύλο, λίγο έλειψε να τον εξολοθρεύσουν μέσα σε λίγα χρόνια…
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε με τις μαζικές εισαγωγές σκύλων στην Κρήτη. Μόλις οι Κρητικοί είδαν τους ψηλόσωμους επιβλητικούς ξενόφερτους σκύλους, λησμόνησαν τον ακούραστο ντόπιο σύντροφό τους… Τί κι αν ο κρητικός σκύλος ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στο περιβάλλον, υπάκουος, λιτοδίαιτος και ανθεκτικός. Τί και αν ήταν δίπλα τους τα μαύρα χρόνια των διωγμών και των κατακτητών. Τί και αν ήταν ιδανικός στο κυνήγι. Τί και αν οι μεγαλόσωμοι και μακρύτριχοι ευρωπαϊκοί σκύλοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν τα κακοτράχαλα βουνά και τις υψηλές θερμοκρασίες… Μέσα σε λίγα χρόνια η Κρήτη βρέθηκε να φιλοξενεί όλες τις ράτσες του κόσμου, αλλά έχασε την δική της.
Ο κρητικός ιχνηλάτης είναι αφοσιωμένος, στοργικός, τρυφερός, διακριτικός, σιωπηλός, ευγενικός, ήπιος, φιλικός, εύπλαστος, αλλά και πολύ δραστήριος και ακατάβλητος χαρακτήρας. Διαθέτει εξαιρετική ευφυΐα, είναι βαθιά συναισθηματικό και αγαπάει τους οικείους του, ενώ είναι ανεκτικό απέναντι στους ξένους. Υπερασπίζεται την οριοθετημένη περιοχή του με οξύ ένστικτο και ανυποχώρητη αγωνιστικότητα. Η εμφάνισή του είναι λεπτή, αριστοκρατική, με αυτιά όρθια που εξέχουν στο πλάι και τρίχωμα πυκνό και κοντό. Το χρώμα του ποικίλλει από το μαύρο ως το ωχρό μελί και το ραβδωτό.
Με την διάσωσή του πρωτοασχολήθηκε ο καθηγητής Σπύρος Μαρινάτος, ο οποίος είχε προτείνει ήδη από το 1933 την ίδρυση σωματείου για την προστασία και ανάπτυξη της αρχαιότατης αυτής φυλής. Το 1990 δημιουργήθηκε ο Παγκρήτιος Σύνδεσμος Προστασίας και Διάσωσης της Ιθαγενούς Πανίδας (ΠΑΣΥΠΔΙΠ). Στην συνέχεια συστάθηκαν δύο σύλλογοι για την προστασία του κρητικού κύνα και του κρητικού αλόγου, αντίστοιχα. Με την ένωσή τους, δημιουργήθηκε ο “Όμιλος Φίλων Κρητικού Ιχνηλάτη” που εδρεύει στο Ηράκλειον της Κρήτης.
Λόγοι επιβίωσης της φυλής του κρητικού ιχνηλάτη
Οι λόγοι που συνέτειναν στην επιβίωση της ντόπιας αυτής φυλής κυνών είναι οι παρακάτω :
1.Η νησιώτικη απομόνωση, η οποία τον κράτησε μακρυά από τον υβριδισμό με άλλες φυλές, ειδικά ποιμενικών και σκυλιών φύλαξης τα οποία εισήχθησαν στην Κρήτη μετά το 1940.
2.Η συνήθεια των Κρητικών να μην μιλούνε για τα “μυστικά της δουλειάς”· ακόμα και όταν θέλουν να επαινέσουν κάτι, το δυσφημίζουν για να μην το ματιάσουν. Με τον τρόπο αυτόν η κρητικός ιχνηλάτης έμεινε σχεδόν άγνωστος και χωρίς ενδιαφέρον για τους μη Κρητικούς, ακόμη και για τους ντόπιους που ζούσαν στις μεγάλες πόλεις.
3.Η ικανότητά του στο κυνήγι αλλά και στην φύλαξη τον έκαναν αχώριστο σύντροφο των κτηνοτρόφων αλλά και των λοιπών ορεσίβιων αγροτών και κυνηγών. Τον χρησιμοποιούσαν, λοιπόν, για να τρέφονται με θηράματα, τα οποία μπορούσε εύκολα να ανακαλύψει στα δύσβατα κρητικά βουνά, αλλά και να ειδοποιεί σε περίπτωση παρουσίας εμφάνισης ανεπιθύμητων επισκεπτών ή κλεπτών, ειδικά την περίοδο της κρητικής ιστορίας που η ζωοκλοπή ήταν τρόπος ζωής για κάποιους ντόπιους.
4.Εξαιτίας της εξαιρετικής του κυνηγετικής δεινότητος, προπάντων οι κτηνοτρόφοι αλλά και οι κυνηγοί ιδιοκτήτες, δεν τον ζευγάρωναν εύκολα με άλλες φυλές παρά μόνο με παρόμοια σκυλιά και μάλιστα μόνο από “καλά αίματα”. Χαρακτηριστική είναι και η κρητική παροιμία : «ο άντρας να ‘ν’ από γενιά κ’ η σκύλα ‘πο μιτάτο».
5.Φυλή με μικρές διατροφικές ανάγκες, δεν ήταν μεγάλο βάρος στον ιδιοκτήτη του, ιδιαίτερα σε δύσκολες περιόδους. Μπορεί και τρέφεται με χόρτα, άγρια φρούτα, ακρίδες, νεκρά ζώα αλλά και σαύρες. Είναι ένας λόγος που δικαιολογεί την συνήθεια των ιδιοκτητών να μην δίνουν (λαθεμένα βεβαίως) και πολλή σημασία στα σκυλιά τους.
6.Τελευταίος (και υποκειμενικός !) λόγος είναι η προσωπική σχέση των Κρητικών με τα σκληροτράχηλα αλλά και περήφανα σκυλιά τους, αφού μεγάλωσαν γενιές επί γενεών με συντροφιά σκυλιά όλο λεβεντιά και χάρη.
Γ. Ελληνικός Ιχνηλάτης
Πρόκειται για την μοναδική ελληνική φυλή που έχει αναγνωρισθεί επίσημα από την “Διεθνή Κυνολογική Ομοσπονδία” (F.C.I.), με διεθνή ονομασία : Hellinikos Ichnilatis – Νο 214, ομάδα 6. Γέννημα θρέμμα των ελληνικών εδαφών, είναι πλήρως ταυτισμένο και όχι απλώς προσαρμοσμένο με τις εδαφο-κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής του. Για αυτό και θεωρείται ως το καταλληλότερο λαγόσκυλο για τα ελληνικά εδάφη και προπάντων τα βουνά.
Από τις αρχαιότερες φυλές της Ευρώπης, έλκει την καταγωγή του από τους αρχαίους Λακωνικούς Ιχνηλάτες (Λάκαιναι κύνες) της εποχής που ο Ξενοφών έγραψε τον «Κυνηγετικό». Διακρίνονταν κατά τον Αριστοτέλη για τους μακρούς μυκτήρες τους και για την οξεία όσφρησή τους.
Ο αρχαίος αυτός σκύλος έχει απόλυτα τον τύπο του ελαφρού και εύκαμπτου σημερινού λαγωνικού (Canis familiaris grajus), με το μακρύ λιγνό σώμα, το κοντό τρίχωμα, το στενό κεφάλι με το μακρύ και λεπτό ρύγχος και τα λεπτά και επιμήκη σκέλη.
Ο αρχαιολόγος Σπύρος Μαρινάτος περιγράφει το αρχαίο πρότυπο ως εξής : “Η ταχύτης, η επιμονή και η αντοχή των κυνών αυτών ήτο παροιμιώδης. Η λεπτότης της οσφρήσεως ήτο τόσον μεγάλη ώστε το θήραμα παρηκολουθείτο δια μέσου των πυκνότατων λογχμών χωρίς ποτέ να χάνει ο κύων τα ίχνη του. Πλήθος αρχαίων συγγραφέων αφιερούσι λόγους θαυμασμού προς το ζώον τούτο”.
Φτάνοντας στην Γαλλία με τον αποικισμό, άφησε επιγόνους στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Κελτική, την Ιβηρική, την προβαυαρική Γερμανία και σε ολόκληρη την Χερσόνησο του Αίμου. Υπέστη μεγάλες απώλειες κατά την περίοδο της Τουρανομογγολικής Κατοχής, αλλά παρέμεινα βασικά αμιγής ως κυρίαρχος – αρχέγονος τύπος…
Ο Ελληνικός Ιχνηλάτης είναι εργατικός, πεισματάρικος, ανεξάρτητος σκληροτράχηλος, εύστροφος και γενναίος χαρακτήρας, με στοιχεία πρωτόγονου αγροτικού σκύλου και αγαπά ιδιαίτερα τους οικείους του. Το δε χρώμα του είναι μαύρο – πυρόξανθο. Για την προστασία του έχει ιδρυθεί ο “Όμιλος Φίλων Ελληνικού Ιχνηλάτη” που εδρεύει στο Ηράκλειον της Αττικής, όπου και αναπαράγεται.
Δ. Ελληνικόν Κατοικίδιον (Αλωπεκίδα)
Σε μικρούς αριθμούς επιβιώνει ένας μικρόσωμος σκύλος σε αρκετά μέρη της Ελλάδος. Ίσως λόγω του μικρού μεγέθους του που δεν ενεθάρρυνε την επιμειξία του, να έμεινε καθαρόαιμος σε κάποιον βαθμό. Είναι κοντοπόδαρος, με μυτερή “αλεπουδίσια” μουσούδα.
Ο μύθος θέλει τον Κάστορα (τον ένα από τους δύο Διόσκουρους) να διασταύρωσε λακωνικούς κύνες με αλεπού, δημιουργώντας έτσι τις αλωπεκίδες, αν και ο Ξενοφώντας θεωρεί ότι ο τύπος αυτός (κυναλώπηξ) ανταποκρίνεται σε νοθογενείς ποικιλίες…
Ζωντανός μύθος, χαρακτηρίζεται από ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, φιλικό χαρακτήρα και μεγάλες δυνατότητες εκπαιδεύσεως. Κατά την αρχαιότητα ήταν καλός σύντροφος και άριστος ποντικοκυνηγός..!
Ε. Λαγωνικό της Ρόδου
Σε κατάλογο διεθνούς κυνολογικής έκθεσης της Ιταλίας το 1965, υπήρχε η καταχώριση “Lagonikos tis Rodou”. Πρόκειται για μια ακόμη φυλή ελληνικών σκύλων που εξακολουθεί να επιβιώνει στο νησί…
Διάσημοι κύνες της αρχαιότητος :
Αίθων του Ακταίωνος (ο οποίος είχε 50 σκύλους). Αιών του Ακταίωνος.
Άλκη του Ακταίωνος.
Αμάρινθος του Ακταίωνος.
Άργος 1) του Οδυσσέως, 2) του Ακταίωνος. Αργώ του Ακταίωνος.
Αρκάς του Ακταίωνος.
Άρκενα του Ακταίωνος.
Αύρα της ηρωΐδος Αταλάντης.
Βαλίος του Ακταίωνος.
Βαρής του Ακταίωνος.
Γαργήττιος του Γηρυόνη (αδελφός του ηπειρωτικού Κέρβερου). Κέρβερος ο φύλακας του Άδη.
Λάκαινα (την αναφέρει ο Σοφοκλής).
Λάμπων του Μήδα.
Λυγκεύς του Ακταίωνος.
Μαίρα (= λαμπρή, λαμπερή) του βασιλέως Ικάριου Β’.
Όρθρος του Γηρυόνη.
Σπάρτος του Ακταίωνος.
Ακόμη «ένδοξοι κύνες», όπως τους αποκαλεί ο Πολυδεύκης, ήταν αυτοί του βασιλιά Πύρρου.
ΠΗΓΗ κειμένων, φωτογραφιών και σχεδίων :
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» της Εκδοτικής Αθηνών Τόμος Α’,
ΠΗΤΕΡ ΚΟΝΝΟΛΥ : «Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ» ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ “Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε.” – ΑΘΗΝΑ 1989, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ» ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ – ΑΘΗΝΑ 1994,
άρθρο της Ευαγγελίας Σκαφιδά στο : «ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» επιστημονική επιμέλεια Γιώργος Α. Παπαθανασόπουλος (Δρ Φιλ., Επίτιμος Έφορος των Αρχαιοτήτων) έκδοσις : ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ – ΙΔΡΥΜΑ Ν. Π. ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ – ΑΘΗΝΑ 1996 σελ. 324,
Δρ Ε. ΚΑΡΠΟΔΙΝΗ – ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ : «ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ – Πλήρης εικονογραφημένος οδηγός» ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε. – Αθήνα 1997,
ΛΟΥΚΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ : «ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΣΚΥΛΙΑ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΨΥΧΑΛΟΥ” – ΑΘΗΝΑ 1998,
ΑΡΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ : «ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ – 17.800 ονόματα» εκδ. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΙΣ (Ιούλ. 2001), «ΜΕΣΟΓΑΙΑ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ» ειδική συλλογική αρχειακή έκδοσις της εταιρείας “ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑΣ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε.” – (Α’ ανατύπωσις) ΑΘΗΝΑ 2002,
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΤΣΑΣ : «Τα Γλυπτά – ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ – Β’ ΕΚΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 2002, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΛΑΣΣΑΡΑ : «Τα ελληνικά ζώα χάνονται : ΑΛΟΓΑ, ΣΚΥΛΟΙ, ΑΓΡΟΤΙΚΑ – ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΑΦΑΝΙΣΜΟΥ» εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ – Πρώτη έκδοση : Ιούλιος 2003,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ – ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ : «Η ΠΟΛΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ – Ευρήματα από τις ανασκαφές του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Αθηνών» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ – Β’ ΕΚΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 2003,
J. A. SAKELLARAKIS : «HERAKLEION MUSEUM – Illustrated guide» EKDOTIKE ATHENON S.A. – ATHENS 2003,
άρθρο του Χριστόδουλου Δρίβα στο περιοδικό «EXPERIMENT – ΓΑΙΟΡΑΜΑ» τ. 17 (Ιαν. – Φεβρ. 1997) σελ. Α20,
άρθρο της Κατερίνας Πλασσαρά στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ» τ. 212-213 (Αυγ. – Σεπτ. 1999) σελ. 13391,
άρθρο της Αντουανέττας Καλλέγια (Αρχαιολόγος) στο περιοδικό «CORPUS» τ. 14 (Μαρτ. 2000) σελ. 26,
άρθρο της Αμαλίας Βλαχοπούλου – Οικονόμου (Επίκ. Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) στο ένθετο «ΙΣΤΟΡΙΚΑ» της εφημερίδος «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» τ. 37 (29 Ιουνίου 2000) σελ. 26,
άρθρο του Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου στο περιοδικό «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» τ. 47 (Ιουλ. 2000) σελ. 14,
άρθρο του Μάριου Μαμανέα στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ» τ. 227 (Νοέμ. 2000) σελ. 14449,
άρθρο του Δρ Αναστασίου Αθ. Τσακνάκη (Επιμελητής Κτηνιατρικής Σχολής Α.Π.Θ.) στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ» τ. 230 (Φεβρ. 2001) σελ. 14754,
άρθρο του Γιώργου Λεκάκη (Συγγραφέας – Λαογράφος) στην εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ» φ. 50 (Απρ. 2001) σελ. 12,
άρθρο του Δημήτριου Ν. Γαρουφαλή (Αρχαιολόγος, Υπ. Δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) στο περιοδικό «CORPUS» τ. 58 (Μάρτ. 2004) σελ. 18,
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Δ. ΚΑΡΥΚΑΣ : «ΜΑΡΑΘΩΝ 490 π.Χ. – Η ΑΙΩΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΟΞΑ» στο «ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ» (διμηνιαία έκδοσις του περιοδικού «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ») φ. 13 (Μαΐου – Ιουνίου 2004),
άρθρο του Ευάγγελου Γενειατάκη στο περιοδικό «ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ» τ. 10 (Ιούλ. – Αύγ. 2005) σελ. 118,
άρθρο του δρος Στ. Μπασουράκου στο περιοδικό «ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ» τ. 10 (Ιούλ. – Αύγ. 2005) σελ. 140, «Ηλεκτρονικό Λεξικό : ΑΡΧΑΙΑ – ΝΕΑ , ΝΕΑ – ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» της MAGENTA LTD,
Σύμπακτος Δίσκος : «TLG CD-ROM» (TLG Workplace 8.0 – 2/11/00) και
http://www.ancientgr.cοm/ (Διαδικτυακή Διεύθυνσις της ΑΓΝΩΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ).
Ευχαριστώ την Αγγελική Μέλλου (“ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑΣ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε.” – Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων) για την βοήθεια και την ευγενική προσφορά της.
Πηγη: http://www.fourakis-kea.com/forum/viewtopic.php?f=12&t=3142